Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Η δεύτερη ενότητα του κυρίου μέρους του λόγου ‒και η μεγαλύτερη‒ «Εἰς τὴν Ἁγίαν Ἀνάστασιν» του Ηλία Μηνιάτη ξεκινά με την παράθεση της ξα΄ ερωταπόκρισης του Μεγάλου Αθανασίου με την οποία ο ρήτορας ενισχύει την προηγηθείσα διατυπωθείσα θέση του ότι το βασίλειο του θανάτου είναι ολιγοχρόνιο και στηριζόμενο σε σαθρά θεμέλια, καθώς υποδέχθηκε τον Άβελ και όχι τον Αδάμ ο οποίος πρώτος αμάρτησε. Συνεχίζοντας, παραθέτει παραδείγματα, με τα οποία επίσης αποδεικνύεται ότι ο θάνατος δεν έχει «ἀπάνω εἰς τό ἀνθρώπινον γένος αὐτεξούσιον τήν βασιλείαν».
Είναι τα παραδείγματα του Ενώχ, «ὁπού ζωντανός μετετέθη», του Ηλία, «ὁπού μέ πύρινον ἅρμα ἀνέβη εἰς τόν οὐρανόν» και του ίδιου του Κυρίου, «τοῦ φοβεροῦ καθαιρέτου τοῦ θανάτου». Η αναφορά του στον Ιησού Χριστό δίνει την ευκαιρία στον Μηνιάτη για την παράθεση μίας σειράς θαυμαστών επεμβάσεων του Κυρίου με τις οποίες κατήσχυνε τον θάνατο, αρπάζοντας μέσα από τα χέρια του ανθρώπους που είχαν ήδη πεθάνει. Τις αναφέρουμε: την ανάσταση της θυγατέρας του Ιαείρου, «ὁπού ἤδη ἦτον ἀπεθαμένη, καί τήν ἀνέστησεν ὡς ἐξ ὕπνου εἰς τήν ζωήν», του γιού της χήρας «ὁπού ἐφέρετο μέ τόν κράββατον εἰς τόν τάφον, καί τόν ἤγειρε μέ τήν ἁφή τῆς χειρός» και του Λαζάρου, «ὁπού τέσσαρας ἡμέρας ἐκράτει δέσμιον ὁ ᾌδης, καί μέ μίαν φωνήν τον ἔσυρεν ἀπό την φθοράν». Και τέλος με την ένδοξή του Ανάσταση «καθεῖλε τόν τύραννον, ἐθανάτωσεν τόν θάνατον, ἐσύγχυσε τό βασίλειόν του». Η χρήση και αξιοποίηση των παραπάνω παραδειγμάτων, όπως και της παράθεσης της ξα΄ ερωταπόκρισης του Μεγάλου Αθανασίου εξυπηρετεί ένα διπλό στόχο· αφενός αναδεικύνει τη θεολογική κατάρτιση του ρήτορα και αφετέρου αποκαλύπτει τις ρητορικές του ικανότητες, του οποίου η επιχειρηματολογία στο σημείο αυτό στηρίζεται σε τεκμήρια, τα οποία κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει.
Η νίκη κατά του θανάτου επιβεβαιώνεται και από το ψαλμικό: «ἡ παγὶς συνετρίβη, καί ἡμεῖς ἐρρύσθημεν· ἡ βοήθεια ἡμῶν ἐν ὀνόματι Κυρίου» (123, 7-8). Η αναφορά στο ψαλμικό χωρίο δίνει τηη αφορμή στον ρήτορα για τη δημιουργία μιας όμορφης παρομοίωσης. Εμείς οι άνθρωποι μοιάζουμε με πουλιά πιασμένα στην παγίδα που μας έχει στήσει ο θάνατος. Σε αυτήν την ίδια παγίδα «ἔπεσε θεληματικῶς καί ὁ Θεάνθρωπος», ο οποίος αφού πρώτα πέθανε εκούσια, στη συνέχεια συνέτριψε την παγίδα, και πρώτος αυτός πέταξε, μετά την Ανάστασή του, μέσα από αυτήν, και μας λύτρωσε «ἀπό τοῦ θανάτου τό κράτος». Γι’αυτό, όπως και ο ψαλμωδός, έτσι και εμείς μπορούμε να αναφωνήσουμε: «Ἐρρύσθημεν, ἐρρύσθημεν!» Δεν είμαστε πλέον αιχμάλωτοι του θανάτου και δεν φοβούμαστε την «ἀγριωπόν θέαν» του. Πρέπει όλοι μας να συνειδητοποιήσουμε ότι «πρίν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος ἦτον φοβερός τῷ ἀνθρώπῳ· μετά τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος εἶναι φοβερός τῷ θανάτῳ». Παρατηρούμε στο σημείο αυτό πως για μία ακόμη φορά ο Μηνιάτης αποδεικνύεται ικανός θεολόγος, αξιοποιώντας στον λόγο του αυτή τη φορά, το δοξαστικό του εσπερινού του μάρτυρα Καλλίστρατου (27 Σεπτεμβρίου).

Η νίκη του Χριστού κατά του θανάτου έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να μη τον φοβάται. Επομένως «ἀφ’ οὗ ἐνίκησεν τόν θάνατον ὁ ἀναστάς Ἰησοῦς, τόν καταφρονοῦσιν θαρσαλέως καί οἱ τοῦ Χριστοῦ μαθηταί». Γι’ αυτό και επιλέγουν τον δρόμο του μαρτυρίου, θυσιάζοντας την ίδια τους τη ζωή. Και ο καθένας μπορεί να διακρίνει ανάμεσα στους μάρτυρες ακόμη και μικρά παιδιά και τρυφερές παρθένες που περιπαίζουν τον θάνατο χωρίς να τον φοβούνται. Η αναφορά στα μικρά παιδιά και τις νεαρές κοπέλες, ίσως δεν γίνεται τυχαία από τον ρήτορα. Οι διώξεις εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών και οι προσπάθειες εξισλαμισμού από τους Οθωμανούς ήταν καθημερινό φαινόμενο. Οι περισσότεροι από αυτούς μπροστά στο τρομερό δίλημμα να πεθάνουν παραμένοντας σταθεροί στην πίστη τους ή να ζήσουν αρνούμενοι τον Χριστό, επέλεγαν τον μαρτυρικό θάνατο, αποδεικνύοντας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι δεν φοβούνταν τον θάνατο. Αυτούς τους μάρτυρες μάλλον υπαινίσσεται ο Μηνιάτης, για να ενθαρρύνει τους υπόδουλους, ώστε να στέκονται με γενναιότητα και αυταπάρνηση απέναντι στον θάνατο, χωρίς να προδίδουν την πίστη τους.
Η απελευθέρωση από τα δεσμά του θανάτου είναι η μεγαλύτερη δωρέα της αναστάντος Χριστού. Γι’ αυτό τώρα που ο λόγος φθάνει στο τέλος του, ο ρήτορας σαν άλλος Χρυσόστομος, γεμάτος χαρά αναφωνεί, θραμβολογώντας:
«Ἀνέστη Χριστός καί ἐνεκρώθη θάνατος!
Ἀνέστη Χριστός καί ἐλύθη φθορά!
Ἀνέστη Χριστός καί ἔπαυσεν ἡ κατάρα!
Ἀνέστη Χριστός καί ἀνέτειλεν ἡ ἀθανασία
Ἀνέστη Χριστός καί ἠνέῳκται ὁ Παράδεισος!»
Εκμεταλλευόμενος ταυτόχρονα και το ρητορικό ερώτημα που διατυπώνει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον περίφημο Κατηχητικό λόγο του «Ποῦ σου, θάνατε, νῦν τό κέντρον; Ποῦ σου, ᾌδη, το νῖκος;» ο Μηνιάτης δίνει τη δική του απάντηση σε αυτό με την αξιοποίηση μίας σειράς εντυπωσιακών αντιθέσεων, οι οποίες σίγουρα κεντρίζουν το ενδιαφερόν του ακροατηρίου του, αποτελώντας το καταληκτήριο τμήμα του εγκωμιαστικού λόγου του στην Ανάσταση. Έτσι, όπως σημειώνει ο επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων, πεθαίνουμε ως θνητοί, αλλά ανασταινόμαστε ως αθάνατοι· κλεινόμαστε σε φυλακή σκοτεινού μνήματος, αλλά ζωογονούμαστε από το μακάριο φως της δεσποτικής Αναστάσεως και τέλος αναμένουμε θάνατο, αλλά προσδοκούμε αθάνατη ζωή, «τῆς ὁποίας ἀρραβῶνα μᾶς ἔδωκεν ἡ Ἀνάστασις τοῦ Σωτῆρος». Είναι εμφανής η προσπάθεια του εκκλησιαστικού ρήτορα να εμφυσήσει πνεύμα χαράς και αισιοδοξίας στις ψυχές των υπόδουλων, αλλά και να τονίσει εμφαντικά το χαροποιό μήνυμα της Ανάστασης σε κάθε αναγνώστη του λόγου του.
Χριστός Ανέστη!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ηλίας Μηνιάτης, Διδαχαί και Λόγοι (1716), Εισαγωγή, Επιμέλεια κειμένου, Επίμετρο, Γλωσσάριο: Τασούλα Μ. Μαρκομιχελάκη, [Βιβλιοθήκη του Κηρύγματος 8], εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 2020.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.