Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Τέλη 17ου αι., και συγκεκριμένα την χρονιά που η Κρήτη έπεφτε στα χέρια των Οθωμανών (1669), έβλεπε το φως της ημέρας στην Κεφαλονιά ο Ηλίας Μηνιάτης, μία από τις σπουδαιότερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες στην περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Ήταν ο δευτερότοκος γιος της πολύτεκνης οικογένειας (έξι τέκνα) του λόγιου και ενάρετου κληρικού Φραγκίσκου και της Μορεζίας Περιστιάνου. Σε ηλικία 10 ετών ο Ηλίας θα μεταβεί στη Βενετία, τρόφιμος του Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου, στο οποίο ήδη εργαζόταν ως «επόπτης» (βοηθός δασκάλου) ο πατέρας του. Αρχές του 1688, ο δεκαεννιάχρονος Μηνιάτης αναλαμβάνει καθήκοντα καθηγητή και διευθυντή της ίδιας σχολής, αναπληρώνοντας τον Νικόλαο Παπαδόπουλο, ο οποίος είχε αποσυρθεί λίγο νωρίτερα λόγω ασθενείας.
Παράλληλα με τα διδακτικά και διευθυντικά του καθήκοντα στη Σχολή ο Μηνιάτης χειροτονείται διάκονος και προχειρίζεται σε ιεροκήρυκα του ναού του Αγίου Γεωργίου. Μετά την αποχώρησή του από το Φλαγγινιανό Φροντιστήριο (1690), ο Μηνιάτης επιστρέφει και συνεχίζει τη διδακτική του δράση στην πατρίδα του και στη γειτονική Ζάκυνθο, ενώ από το 1696 μετακομίζει στην Κέρκυρα, μετά από πρόσκληση του Βενετού Προβλεπτή των Επτανήσων Antonio Molin, για να αναλάβει τη διδασκαλία των δύο ανιψιών του, αλλά και να κηρύττει στις εκκλησίες του νησιού.
Δύο χρόνια αργότερα (1698) ο Μηνιάτης επιστρέφει για δεύτερη φορά στη Βενετία, στην οποία όμως δεν θα παραμείνει παρά για μικρό χρονικό διάστημα. Είναι η εποχή που γνωρίζεται με τον Lorenzo Sorano, Βενετό πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μηνιάτης εντάσεται στη διπλωματική υπηρεσία του Βενετού διπλωμάτη, και τον ακολουθεί στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία θα παραμείνει για μία επταετία. Εδώ χειροτονείται ιερέας, συνεχίζοντας παράλληλα και το κηρυκτικό του έργο.
Λόγοι όμως οικογενειακοί, κατά πάσα πιθανότητα, τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να αφήσει τόσο τη διπλωματική του θέση, όσο και το κηρυκτικό του έργο, επιστρέφοντας στην Κεφαλονιά (1706). Μετά από μία σύντομη παραμονή στο νησί του αλλά και στην Κέρκυρα, ο Μηνιάτης κατεβαίνει στην Πελοπόννησο, μετά από πρόσκληση του Γενικού Προβλεπτή Πελοποννήσου Angelo Emo (ας μην ξεχνάμε ότι για τριάντα χρόνια η Πελοπόννησος έζησε μία δεύτερη περίοδο βενετικής κατοχής). Την κάθοδό του στην Πελοπόννησο εκμεταλλεύτηκαν οι κάτοικοι του Ναυπλίου, ζητώντάς του να διδάξει για τρία χρόνια τα παιδιά τους.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Ναύπλιο ο Μηνιάτης εκλέγεται επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων. Η επισκοπική του θητεία υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολη και επίπονη, αφού δεν σταμάτησε παράλληλα με τα επισκοπικά του καθήκοντα να εκτελεί και εκείνα του δασκάλου, για καθαρά βιοποριστικούς λόγους. Τέσσερα χρόνια παρέμεινε στον επισκοπικό θρόνο. Καταβεβλημένος και νικημένος από την υπερκόπωση, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό, την 1η Αυγούστου 1714. Ο πατέρας του Φραγκίσκος μερίμνησε και μετέφερε τη σορό του στο Ληξούρι, για να ταφεί στην πατρίδα του. Ο τάφος του βρίσκεται μέχρι σήμερα στο ναό του Αγίου Νικολάου των Μηνιατών.
Η διδασκαλία και το κηρυκτικό έργο σημάδεψαν τον βίο του Ηλία Μηνιάτη. Υπήρξε ένας σπουδαίος ορθόδοξος θεολόγος, ο οποίος όμως γνώριζε πολύ καλά να χρησιμοποιεί και να αξιοποιεί τα δυτικά επιστημονικά εργαλεία στην υπηρεσία της διαφώτισης και πνευματικής προκοπής των υπόδουλων. Ικανότατος ρήτορας, κήρυκας της πράξης και όχι των λόγων, καλλιεργημένος γλωσσικά, δικαιολογημένα χαρακτηρίζεται ως ο «νέος Χρυσόστομος». Κάτι τέτοιο είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας τις «Διδαχές» του.
Ο σύντομος – και επίκαιρος λόγος του – «Εἰς τήν Ἁγίαν Ἀνάστασιν» είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Ας τον παρακολουθήσουμε. Αφετηρία του είναι το ευαγγελικό χωρίο «Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί, ἰδόντες τὸν Κύριον» (Ιω. 20, 20).
Και μαζί με τους μαθητές συγχαίρει, όπως δηλώνεται στο προοίμιο, ο ρήτορας, αλλά συγχαίρουν και όλοι οι χριστοφόροι λαοί, «ὁπού εἴδασι τό ἀγλαόν φῶς τῆς λαμπροφόρου Κυριακῆς τῆς Ἀναστάσεως». Χαίρεται όμως και η «ἄνωθεν πόλις» και ο Άδης, αλλά και η Νύμφη του Χριστού Εκκλησία. Ο Γολγοθάς άλλαξε όψη, και από φοβερώτατη σκηνή αξιοθρήνητης τραγωδίας έγινε παγκόσμιας ευφροσύνης «εὐκλεέστατον θέατρον». Τα όργανα των θείων παθών, ο Σταυρός, η λόγχη, ο ακάνθινος στέφανος έγιναν στολίδια του θείου Νικητή. Ο τάφος μετατράπηκε σε «ζωηφόρον θάλαμον ἀφθαρσίας» και οι πληγές από «πρόξενοι θανατηφόρου νεκρώσεως» μετατράπηκαν σε «πηγές ἀθανάτου ζωῆς». Επομένως, είναι φυσικό, κατά τον ρήτορα, να χαρούμε και να θαυμάσουμε την «θεόσδοτον χάριν της ἐνδόξου Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ».
Περνώντας στο κύριο μέρος του λόγου του, ο Μηνιάτης επισημαίνει το γεγονός ότι, όταν έκλεισε η θύρα του Παραδείσου, άνοιξε η πύλη της αμαρτίας, διά της οποίας εισήλθε ο θάνατος στον κόσμο. Ο θάνατος ο οποίος βασίλευσε «ὡσάν τύραννος ἀπάνω εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος» και ανάγκασε το ανθρώπινο γένος να πληρώσει βαρύτατο χρέος με την ίδια του τη ζωή. Ο πρώτος, λοιπόν, που θα έπρεπε να πεθάνει ήταν ο Αδάμ, αφού αυτός πρώτος έσφαλε. Όμως δεν ήταν ο Αδάμ αυτός που πέθανε, αλλά ο Άβελ. Το ερώτημα που προκύπτει εύλογο: «Μά δέν ἦτον δίκαιον, καθώς ἀπό τόν Ἀδάμ ἄρχισεν ἡ ἁμαρτία, ἀπό τόν Ἀδάμ νά ἀρχίση καί ὁ θάνατος;»
Η απάντηση του Μηνιάτη στο παραπάνω ερώτημα αποκαλύπτει όχι μόνον τη ρητορική δεινότητα αλλά και τη πολιτική θεωρία που ενστερνίζεται ο εκκλησιαστικός άνδρας. Ένα βασίλειο είναι μόνιμο και σταθερό, χωρίς να κινδυνεύει από κλυδωνισμούς, όταν είναι θεμελιωμένο στην αρχή της δικαιοσύνης. Αντίθετα, όταν το βασίλειο διακατέχεται από την αρχή της αδικίας και της βίας, τότε δύσκολα μπορεί να διατηρηθεί, διότι «τό ἄδικον δέν κατορθοῦται, τό βίαιον δέν διαμένει». Γι’ αυτό, λοιπόν, ο Θεός παραχώρησε και δεν πέθανε πρώτος ο Αδάμ, όπως θα ήταν δίκαιο, αλλά ο «ἄπταιστος» Άβελ και μάλιστα όχι με θάνατο φυσικό, αλλά με θάνατο βίαιο από τον αδερφό του Κάϊν. Έτσι, το βασίλειο του θανάτου «διά νά εἶναι σιμά εἰς τό τέλος», άρχισε με την αδικία και είχε σύντροφο τη βία. «Ἐβασίλευσεν λοιπόν εἰς τόν κόσμον ὁ θάνατος», καταλήγει ο Μηνιάτης, τελειώνοντας την πρώτη ενότητα του λόγου, «μέ ἕνα βασίλειον καί ἄδικον, διά νά εἶναι ἀβέβαιον, καί βίαιον διά νά εἶναι ὀλιγοχρόνιον».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ηλίας Μηνιάτης, Διδαχαί και Λόγοι (1716), Εισαγωγή, Επιμέλεια κειμένου, Επίμετρο, Γλωσσάριο: Τασούλα Μ. Μαρκομιχελάκη, [Βιβλιοθήκη του Κηρύγματος 8], εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 2020.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.