Γράφει η Βάσω Πανάγου
Ο γλύπτης, ζωγράφος και Καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, Θωμάς Θωμόπουλος (Σμύρνη 1873-Αθήνα 2/9/1937), κυπριακής καταγωγής, ήρθε από τη Σμύρνη στην Αθήνα το 1877. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών με δάσκαλο τον Γεώργιο Βρούτο στη γλυπτική και τον Νικηφόρο Λύτρα στη ζωγραφική. Το 1897 τού απονεμήθηκε το Θωμαΐδειο και το Χρυσοβέργειο βραβείο.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου στο εργαστήριο του Σ. Έμπερλε, στο Μόναχο όπου παρακολούθησε μαθήματα σύνθεσης, στη Φλωρεντία, στη Ρώμη και στη Νεάπολη (όπου μελέτησε τα μουσεία τους). Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1900 και τότε άνοιξε εργαστήριο. Διετέλεσε Καθηγητής στην έδρα της Γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από το 1912 μέχρι τον θάνατό του. Το 1930 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Παραγωγικός δημιουργός με προσωπικό ακαδημαϊκό ύφος, προοδευτικός καλλιτέχνης και πρωτοπόρος στην ελληνική γλυπτική στις αρχές του 20ού αι., διακρίνεται για τον ρεαλισμό του αλλά και για τους συμβολισμούς που αποζητούσε στην τέχνη του, τους πειραματισμούς και τις αναζητήσεις.
Ο Θωμάς Θωμόπουλος ενδιαφέρθηκε έντονα για την καλλιτεχνική παραγωγή της εποχής του, ενώ έγραψε και πολλά κείμενα σε περιοδικά της εποχής του για καλλιτεχνικά θέματα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καλλιτεχνική αναγνώριση του Γιαννούλη Χαλεπά. Μάλιστα το 1923 πήγε στον Πύργο της Τήνου (με εντολή του Υπουργείου Παιδείας και επικεφαλής ομάδας) για να κατασκευάσει γύψινα εκμαγεία από έργα με πηλό του Χαλεπά, και να τα μεταφέρει στη Γλυπτοθήκη της Σχολής Καλών Τεχνών, τα οποία παρουσίασε τον Μάρτιο του 1925 σε διάλεξή του στην Ακαδημία Αθηνών.
Επίσης διέσωσε στοιχεία για τον Συμεών Σαββίδη (1858-1927, μαθητή του Νικηφόρου Λύτρα και του Γύζη) και μας γνώρισε το έργο του Ι. Βιτσάρη. Από το 1900 προχώρησε στη μεγαλύτερη καινοτομία του, τον χρωματισμό κάποιων γλυπτών του με την αρχαία μέθοδο της εγκαυστικής, προκαλώντας αντιδράσεις. Φιλοτέχνησε πολλές προτομές και ανδριάντες και γνωστά έργα του βρίσκονται στην Αθήνα (προτομή του Διονυσίου Σολωμού στον Εθνικό Κήπο, προτομή του Εμμανουήλ Ξάνθου στην πλατεία Κολωνακίου, ανδριάντας του Χαριλάου Τρικούπη μπροστά από τη Βουλή των Ελλήνων) αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας (το άγαλμα της Ελευθερίας στον Προφήτη Ηλία Χανίων, η προτομή του Νείλου Σμυρνιωτόπουλου στην Τεγέα, το μνημείο των τριών ναυάρχων στην Πύλο, η προτομή του Κώστα Κρυστάλλη στην Άρτα, το ταφικό μνημείο του Παύλου Μελά στην Καστοριά).
Στη βορειοδυτική γωνία της Κεντρικής Πλατείας της Λάρισας βλέπουμε την προτομή του Κωνσταντίνου Κούμα, την οποία ο γλύπτης φιλοτέχνησε σε μάρμαρο το 1930. Ο λόγιος Κωνσταντίνος Κούμας(1777-1836), διδάσκαλος του Γένους, ιστορικός, φιλόσοφος, πρωτεργάτης του νεοελληνικού διαφωτισμού με αξιόλογη πανεπιστημιακή μόρφωση και μεταφραστής λογοτεχνικών έργων, γεννήθηκε το 1777 στη Λάρισα και πέθανε το 1836 στην Τεργέστη της Ιταλίας. Το 1787 η οικογένειά του κατέφυγε στον Τύρναβο λόγω του λοιμού, όπου ο Κων/νος είχε διδάσκαλο για 6 χρόνια τον Ιωάννη Πέζαρο. Διδάχθηκε αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, βασικές αρχές φιλοσοφίας, μαθηματικά, γεωμετρία και φυσική.
Ο Μητροπολίτης Λαρίσης, Διονύσιος Καλλιάρχης το 1796 τον πήρε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη. Όταν επέστρεψε, δίδαξε στην Τσαριτσάνη ελληνικά και επιστημονικά μαθήματα στην απλοελληνική, ενώ εισήγαγε ως νέο μάθημα την άλγεβρα. Στις αρχές του 1797 ανέλαβε να διδάξει στη σχολή της Λάρισας, όχι όμως για πολύ. Την εγκατέλειψε για το Σχολείο της Τσαριτσάνης, όπου δίδασκε μαθήματα επίσης στην απλοελληνική, καθώς και άλγεβρα. Τον Οκτώβριο του 1798 νυμφεύεται τη γυναικαδελφή του Πέζαρου και το 1799 μεταβαίνει στα Αμπελάκια, όπου δίδασκαν ο Γρηγόριος Κωνσταντάς και ο γιατρός Σπυρίδων Ασάνης. Ο Κούμας τότε απέκτησε μία κόρη, έχασε όμως τη γυναίκα του.
Στα τέλη του 1803 πήγε μαζί με τον Άνθιμο Γαζή στη Βιέννη, όπου διορίστηκε διδάσκαλος του εύπορου εμπόρου Στέφανου Μόσχου και ταυτόχρονα γράφτηκε φοιτητής στο Πανεπιστήμιο, παρακολουθώντας κυρίως μαθηματικά. Ασχολήθηκε και με μεταφράσεις έργων. Με προτροπή του Αδαμάντιου Κοραή δέχτηκε το 1808 την πρόσκληση από τους Έλληνες της Σμύρνης να αναλάβει τη διεύθυνση της νεοσύστατης Δημόσιας Σχολής, όπου δίδαξε μαθηματικά, φιλοσοφία, πειραματική φυσική, γεωγραφία και ηθική και οργάνωσε φυσικά και χημικά πειράματα. Λόγω της φήμης του, ο Πατριάρχης Κύριλλος Ζ΄ τον κάλεσε το 1813 στην Κωνσταντινούπολη για να διευθύνει την Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Όταν το 1815 παντρεύτηκε η κόρη του στη Σμύρνη, ο Κούμας επέστρεψε στο Φιλολογικό Γυμνάσιο και δίδαξε για 2 περίπου χρόνια. Το 1817 μετέβη ξανά στη Βιέννη για να ασχοληθεί με την έκδοση συγγραμμάτων. Το πανεπιστήμιο της Λειψίας τον ανακήρυξε διδάκτορα της Φιλοσοφίας και των Καλών Τεχνών και η Βασιλική Ακαδημία του Βερολίνου και του Μονάχου τον αναγνώρισαν επίτιμο μέλος τους. Κατόπιν πήρε το δρόμο της επιστροφής για τη Σμύρνη. Με την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης η περιουσία του και η βιβλιοθήκη του δημεύτηκαν από τους Τούρκους και ο ίδιος διέφυγε με αυστριακό πλοίο στην Τεργέστη. Στη Βιέννη συνελήφθη με την κατηγορία της συμμετοχής σε συνομωσία, αφέθηκε όμως ελεύθερος υπό όρους. Εκεί ολοκλήρωσε τη σύνταξη του λεξικού του και την έκδοσή του το 1826, ενώ μετά ασχολήθηκε με τη συγγραφή του έργου «Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 1831» και την έκδοσή του σε 12 τόμους. Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε στην Τεργέστη όπου πέθανε το 1836 από χολέρα, σε ηλικία 59 ετών.
Το 1929 ανατέθηκε στον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο από το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης, με εισήγηση του Δημάρχου Μιχαήλ Σάπκα, να φιλοτεχνήσει την προτομή του Κωνσταντίνου Κούμα για τον επικείμενο εορτασμό της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και την ενσωμάτωσή της στο Ελληνικό Κράτος. Η τελετή, κατά την οποία έγιναν και τα αποκαλυπτήρια της προτομής, πραγματοποιήθηκε στις 25/10/1930 με ομιλία του Δημάρχου. Η βάση της προτομής υπέστη μετακίνηση στον σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941, σύντομα όμως αποκαταστάθηκε. Το μαρμάρινο βάθρο ανατέθηκε στον εργολάβο μαρμάρων της Λάρισας, Στ. Σκούταρη. Η επιγραφή στο βάθρο της προτομής αναγράφει τα εξής: «Κ. Μ. ΚΟΥΜΑ, ΛΑΡΙΣΑΙΩ, ΜΕΓΑΛΩ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΩ. ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΠΑΣΑΣ ΤΑΣ ΕΑΥΤΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑΝ ΕΝ ΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΑΝΤΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΑΥΤΗ ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΣΑ ΑΝΕΘΗΚΕ. ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ ΔΑΠΑΝΩΝΤΟΣ ΕΝ ΕΤΕΙ 1930». Τα γράμματα στην επιγραφή (εσώγλυφη σε σημεία της) είχαν αρχικά επιχρυσωθεί από τον ζωγράφο Π. Χατζητσολίδη, κάτι που με την πάροδο του χρόνου εξαφανίστηκε. Το ψηλό μαρμάρινο βάθρο, το οποίο κοσμούν ανάγλυφοι ρόδακες, αναδεικνύει την προτομή που χαρακτηρίζεται από στιβαρότητα και επιβλητικότητα. Η μορφή του Κωνσταντίνου Κούμα είναι αυστηρή και το βλέμμα κυριαρχεί. Ο Κούμας ατενίζει την πόλη, με βλέμμα οραματιστή, με τη σιγουριά της γνώσης και της παιδείας. Στα σφιχτά χείλη του υποβόσκει ένα μειδίαμα, ενώ η γενειάδα καλύπτει μόνο το κάτω μέρος του προσώπου. Η ενδυμασία είναι χαρακτηριστική της εποχής. Ανάμεσα στην προτομή και το βάθρο παρεμβάλλονται μαρμάρινοι τόμοι ανοιχτών βιβλίων. Η υπογραφή του γλύπτη είναι στο πλαϊνό τμήμα της προτομής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Θωμάς Θωμόπουλος. Διαθέσιμο από το https://el.wikipedia.org/wiki/Θωμάς_Θωμόπουλος
– Θωμόπουλος Θωμάς. Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη. Διαθέσιμο από το https://web.archive.org/web/20160305140530/http://www.nationalgallery.gr/site/content.php?sel=681&artist_id=4723
– Φιλαδελφεύς Αλέξ., «Θωμάς Θωμόπουλος». Περιοδικό «Παναθήναια», τόμ. Β΄, τ. 15, Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1901, σελ. 116-117.
– Δ.Ι.Κ., «Ανά τα καλλιτεχνικά εργαστήρια. Θωμάς Θωμόπουλος». Περιοδικό «Πινακοθήκη», έτος ΙΔ’, τ. 164, Οκτώβριος 1914, σελ. 103-105.
– Κόκκινος Διον., Θωμάς Θωμόπουλος. Περιοδικό «Νέα Εστία», τ. 258, 15 Σεπτεμβρίου 1937, σελ. 1417-1418.
– Παπανικολάου Μιλτιάδης, Ιστορία της Τέχνης στην Ελλάδα. 18ος και 19ος αιώνας. Τόμος 2 (Εκδόσεις Αδάμ, Πέργαμος Εκδοτική, Αθήνα 2002).
– Μυκονιάτης Ηλίας, Ελληνική τέχνη. Νεοελληνική γλυπτική (Εκδοτική Αθηνών, 1996).
– Λυδάκης Στέλιος, Η νεοελληνική γλυπτική: ιστορία – τυπολογία – λεξικό γλυπτών (Εκδοτικός οίκος «Μέλισσα», Αθήνα 2011).
– Χρύσανθος Χρήστου, Δυο λόγια για τον Σμυρνιό Θωμά Θωμόπουλο και τον Κωνσταντινουπολίτη Κωνσταντίνο Μαλέα. Περιοδικό «Η Λέξη», τ. 112, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1992.
– Μαυρομιχάλη Ευθυμία, Γλύπτες του περασμένου αιώνα. Πρόσωπα, δραστηριότητες και καλλιτεχνικοί προσανατολισμοί της ελληνικής γλυπτικής του 19ου αι. Περιοδικό ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ, Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», αφιέρωμα ΓΛΥΠΤΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ 25/10/1998.
– Κωνσταντίνος Κούμας. Διαθέσιμο από το https://el.wikipedia.org/wiki/Κωνσταντίνος_Κούμας
– Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα. Τοπογραφική και ιστορική μελέτη (Εκδ. Βιβλιοπωλείου «Γνώση», Λάρισα 2001).
– ΛΑΡΙΣΑ 8000 χρόνια νεότητας. Θωμάς Ψύρρας, «Η λογοτεχνία στη Λάρισα 19ος-21ος αιώνας». Δήμος Λαρισαίων (Έκδ. 2008).
– Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η προτομή του Κων. Κούμα. ΛΑΡΙΣΑ, Μια εικόνα, χίλιες λέξεις. Εφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» Λάρισας 22/4/2018.
– Τσιάρα Συραγώ, «Η δημόσια γλυπτική στη Λάρισα και το Βόλο. Από το νεοκλασικισμό στον ακαδημαϊκό ρεαλισμό». Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης «Ο Νεοκλασικισμός στη Θεσσαλία, μέσα 19ου αιώνα – 1920», Λάρισα 11/11/2003. Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας – ΥΠ.ΠΟ. – Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Θεσσαλίας (Λάρισα 2005).
– ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Παναγιώτης Δομούζης
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.