Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
in memoriam
«Ίνδαλμα των παλικαριών της Ρούμελης». Έτσι χαρακτηρίζει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ο Douglas Dakin στο βιβλίο του «Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία 1821-1833» ‒ένα έργο, σημείο αναφοράς στη σχετική βιβλιογραφία για τον Αγώνα του 21. Και πράγματι, ο μεγάλος αυτός Έλληνας πολέμαρχος του Αγώνα για την Ανεξαρτησία υπήρξε «ίνδαλμα» παλικαροσύνης και ανδρείας.
Ας θυμηθούμε μερικά περιστατικά από τη ζωή του, με αφορμή τη σημερινή επέτειο, αφού σαν σήμερα στις 23 Απριλίου 1827, ημέρα εορτής της μνήμης του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και ημέρα της ονομαστικής του εορτής, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης άφηνε την τελευταία του πνοή στη γολέτα του Άγγλου ναυάρχου Church. Είχε προηγηθεί ο θανάσιμος τραυματισμός του κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ακρόπολης των Αθηνών από τους Οθωμανούς.
Βοηθός μας στη σκιαγράφηση της προσωπικότητας του καπετάνιου θα είναι η «Ιστορική Ανθολογία» (στο εξής ΙΑ) του Γιάννη Βλαχογιάννη. Μέσα σε 80 σελίδες ο Βλαχογιάννης, με ιστορική και κριτική ματιά, ανθολόγησε και κατέγραψε εκείνα τα περιστατικά που, κατά τη γνώμη του, αναδεικνύουν την ανδρεία και γενναιότητα, τη φιλοπατρία και ανιδιοτέλεια, το παιγνιώδες και αθυρόστομο, την οξυδέρκεια και ευφυΐα, αλλά και τη θρησκευτικότητα και ευσέβεια του ρουμελιώτη στρατηγού.
Ο Αλή πασάς, πρώτος απ’ όλους, διέκρινε τις αρετές και ικανότητες του νεαρού Καραϊσκάκη. Τον κάλεσε κοντά του και του ζήτησε να μπει στη δούλεψη του. Με θάρρος του απάντησε ο Καραϊσκακης: «Αν με γνωρίζεις, Πασσά μ’ άξιο για χουσμεκιάρη (δούλο), κάμε με χουσμεκιάρη! Αν δε με γνωρίζεις άξιο για τίποτα, ρίξε με στη λίμνη» (ΙΑ, σ. 627). Τον θαύμασε για την απάντησή του ο Αλή πασάς και τον ενέταξε αμέσως στο στράτευμά του.
Θαύμαζε όμως ο Αλή πασάς τον Καραϊσκάκη και για την εξυπνάδα και την αυθόρμητη ειλικρίνειά του. Ενδεικτικό το παρακάτω περιστατικό. Ενταγμένος πλέον στο στρατιωτικό σώμα του Αλή ο Καραϊσκάκης, κατά τη διάρκεια κάποιας ανάπαυλας «χόρευε μ’ άλλα παληκάρια. Ενώ έσερνε μπροστινός τον Τσάμικο, κ’ έκανε πολλές γύρες στον τόπο, καθώς λένε πέρασε την ίδια στιγμή ο Μουχτάρ πασάς, γυιός του Αλήπασσα. Η φουστανέλα του Καραϊσκάκη σηκώθηκε τον ανήφορο και φανήκανε τα πλιάτσικα… Ο Μουχτάρ πασσάς πειράχτηκε. Πήγε στον πατέρα του και παραπονέθηκε. Κράζει τότε ο Αλήπασσας τον Καραϊσκάκη και θυμωμένος του λέει: ‒Τι έκαμες, ωρέ Παλιόγυφτο, στο γυιό το δικό μου; ‒Τίποτα Πασσά μ’, του λέει ο Καραϊσκάκης. Δεν τόθελα· χόρευα κ’ έκαμα έτσ’ μια φουρά … (κ’ έφερε μια γύρα). Τότε πέρναγε ο γυιός σου ο Μουχτάρ πασσάς και θύμωσε. Τι φταίω ‘γω ο μαύρος; Ο Αλήπασσας έσκασε τα γέλια. ‒Πως τόκαμες, ωρέ μπίρο μ’; Κάμε το πάλε, ωρέ! Έτσ’, Πασσάμ’… -Κάμε το άλλη μια φορά, ωρέ Γιώργο! … Μπράβο, ωρέ Γιώργο!… Άϊντε τώρα» (ΙΑ, σ. 626). Και άφησε τον Καραϊσκάκη ελεύθερο να φύγει.

Ήταν όμως και τολμηρός ή μάλλον παράτολμος ο στρατηγός. Στη μάχη του Σοβόλακου (Ιανουάριος 1823), τον πρώτο του στρατιωτικό θρίαμβο, ο Καραϊσκάκης δεν δίστασε να απαντήσει στην πρόκληση του υπαρχηγού του τουρκικού σώματος. Όταν αυτός προκάλεσε τον Καραϊσκάκη να βγει από τα ταμπούρια και να σταθεί απέναντί του για να του ρίξει με το όπλο, κι αν αποτύχει θα παραμείνει για να τον πυροβολήσει με τη σειρά του ο Έλληνας οπλαρχηγός, ο Καραϊσκάκης συμφώνησε και βγήκε ατάραχος από το ταμπούρι του «και στάθηκε άσειστος αντίκρυ από τον Αρβανίτη. Έρριξε ο Κεχαγιάς, κι αντιλάλησε του ντουφεκιού ο κρότος γύρω στα βουνά, του κάκου όμως. ‒Γυιε της Τουρκάλας, είπε ο Καραϊσκάκης, σ΄άφησα να ρίξης πρώτος, μα ήσουν άτυχος, μ’ όλη την καυχησιά σου. Τώρα μη σαλέψης και θα ιδούμε πάλι αν είσαι τυχερός, κι αν θα σε βοηθήση το Κοράνι σου… » Έριξε εναντίον του Αρβανίτη ο Καραϊσκάκης και τον σώριασε στο έδαφος (ΙΑ, σ. 630).
Ήταν όμως και δίκαιος ο Καραϊσκάκης. Γνώριζε πως μόνον αν ο αρχηγός φέρεται δίκαια στα παλικάρια του, θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό τους. Γι’ αυτό «άμα διωρίστηκε αρχιστράτηγος, στα 1826, ζήτησε από την Κυβέρνηση την άδεια να προβιβάζη ο ίδιος τους αξιώτερους. Ήξερε αυτός τι σημαίνει για τον Έλληνα η φιλοτιμία κ’ η παρακίνηση» (ΙΑ, σ. 645).
Η οξυδέρκεια και η ευφυΐα του φάνηκε από το στρατηγικό σχέδιο που εκπόνησε και οδήγησε τελικά στον θρίαμβο της Αράχωβας (6 Δεκεμβρίου 1826). Ενώ οι Τούρκοι του Μουσταφάμπεη επέστρεφαν στα Σάλωνα (Άμφισσα), μετά τη νίκη τους εναντίον ενός ελληνικού σώματος στην Αταλάντη, ο Καραϊσκάκης βρήκε την ευκαιρία να καταλάβει την Αράχωβα και να την κρατήσει υπό τον έλεγχό του παρά τη θαρραλέα επίθεση 1500 Αλβανών. Από την Αράχωβα ο Καραϊσκάκης έστειλε ισχυρά τμήματα στο Τρίοδο και τους Δελφούς, περικυκλώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο πολυάριθμες τουρκικές δυνάμεις. Όταν οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν ότι είχαν περικυκλωθεί, προσπάθησαν να διαφύγουν για να γλυτώσουν. Η ξαφνική χιονοθύελλα όμως έδωσε την ευκαρία στους Έλληνες να τους επιτεθούν και να τους προκαλέσουν βαρύτατες απώλειες. Μετά τη νίκη του ο στρατηγός θέλησε να φθάσει συντομώτερα στο Δίστομο, το οποίο κατείχαν οι Έλληνες, και γι’ αυτόν τον λόγο αποφάσισε να περάσει νύχτα μεσα από το στρατόπεδο του Ομέρ Βρυώνη. «Πέρασε τόσο γλήγορα (σκοτώνοντας και μερικούς Τούρκους) που το πρωί βλέποντας οι Τούρκοι αίματα δεν ξέρανε τι είχε σταθή τη νύχτα. Τότε ο Ομέρ πασσάς είπε πως κάτι στρατιώτες μεθυσμένοι είχανε μαλλώσει μεταξύ τους, σκότωσε όμως τις βάρδιες του στρατοπέδου» (ΙΑ, σ. 651) για να μη ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο.
Κορυφαίο παράδειγμα της ανιδιοτέλειάς του ήταν το κείμενο της διαθήκης του. Στον γιο του που τον κληρονομούσε άφηνε το σπαθί του ή κατ’ άλλους το τουφέκι του και το ρολόγι του. Την περιουσία του την είχε διαθέσει ήδη στον Αγώνα.
Ήταν τέλος βαθιά θρησκευόμενος και ευσεβής ο Καραϊσκάκης. Καταδιωκόμενος και ασθενής ο στρατηγός (το 1824), κατέφυγε στη Δομνίτσα φιλοξενούμενος της οικογένειας των Γιολδασαίων. Εκεί τον συνάντησε ο ιερέας παπα-Ιωάννης Φαρμάκης, ο οποίος διηγούταν ότι «κατά τας πρώτας ημέρας της εν Δομνίτση διαμονής του Καραϊσκάκη, προσεκλήθη ημέραν τινά υπό τούτου ίνα απευθύνη ως ιερεύς προσευχάς προς τον Θεόν υπέρ αναρρώσεως αυτού. Ο Καραϊσκάκης επί της κλινής του κατακείμενος άμα ιδών τον ιερέα εισελθόντα, μετά πίστεως και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς είπε: ‒Παρακάλα, παππά μου, το Θεό να γείνω καλά για το Γένος» (ΙΑ, σ. 636).
Εύστοχα ο Π. Σούτσος στον Πανηγυρικό που εξεφώνησε την 25η Μαρτίου 1846 μπροστά στον τάφο του Καραϊσκάκη, συμπυκνώνει σε ένα απόσπασμα του λόγου του τις αρετές του στρατηγού: «Ο ανήρ αυτός έχων νουν ακατέργαστον, αλλά γεννητικώτατον και οξύτατον, άμοιρος ων παιδείας, αλλ’ αγαπών και τιμών τους πεπαιδευμένους, φιλάσθενος αλλά καρτερικώτατος εις τας σκληραγωγίας, δαπανών αφειδώς την ιδίαν περιουσίαν εις τας δημοσίας ανάγκας, … στρατηγικώτατος απάντων και των πάντων τας στρατιωτικάς γνώμας ακούων και σταθμίζων, ακόρεστος δόξης και ονόματος… αυτός ήτον … ο Γεώργιος Καραΐσκος» (ΙΑ, σ. 636).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Douglas Dakin, Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία 1821-1833, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 32010.
Γιάννης Βλαχογιάννης, Ιστορική Ανθολογία, Ανέκδοτα‒Γνωμικά…, επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη], εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της ‘‘Εστίας’’, Αθήνα 2000.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.