Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Συνεχίζοντας την περιδιάβασή μας στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του φιλέλληνα Γάλλου Φρ. Πουκ(ε)βίλ (François Pouqueville) και συγκεκριμένα στα δραματικά γεγονότα που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Πάτρας και την εκδίωξη των Τούρκων, αξίζει να σταματήσουμε στην περιγραφή του μαρτυρίου μίας νεαρής κόρης, της Αναστασίας και ενός γιου ιερέως, του Χριστόδουλου.
Προκύπτει όμως αβίαστα και ένα ερώτημα: Γιατί ο Γάλλος επέλεξε να ενσωματώσει στην «Ιστορία» και τα φρικτά μαρτύρια των χριστιανών, που αρνούνταν να αλλαξοπιστήσουν; Την απάντηση- μας τη δίνει ο ίδιος, συναισθανόμενος το ύψιστο χρέος που επιτελεί ως ιστορικός: «Ουδέν πρέπει να παρασιωπηθή εις την χριστιανικήν Ευρώπην. Η αποστολή του ιστορικού παρεμφερής εστί προς την του προφήτου προς ον ο Ύψιστος παρήγγειλε να διαδώση τους λόγους αυτού ισχυρώς και αφόβως. Ανωτέρα φωνή μοι επιτάσσει, ‘‘Εάν παραμελήσης του να υποδείξης τους κακούς, θ’ απολογηθής διά το αμάρτημα τούτο!’’ Είθε να ηδυνάμην να επαναφέρω αυτούς εις την οδόν της δικαιοσύνης, διότι δημοσιευομένων των παραπτωμάτων των τέκνων αυτού, η θρησκεία του Ιησού Χριστού δύναται να δρέψη στεφάνους εν τη συμπαθεία, ην δεικνύει προς ταύτα η Εκκλησία αυτού» (σσ. 75-76).
Η συνείδηση του Γάλλου φιλέλληνα, δηλαδή, είναι αυτή που του προστάσσει να διατηρήσει στην ιστορική μνήμη τις βαρβαρότητες των Τούρκων, αλλά και τα μαρτύρια στα οποία υπέβαλαν τους ορθόδοξους Έλληνες, εκστασιασμένος προφανώς από το θάρρος και την παρρησία τους να ομολογήσουν την πίστη τους. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά επέλεξαν να μαρτυρήσουν, χωρίς να φοβηθούν τον θάνατο, και πότισαν με τη θυσία τους κι αυτοί το δέντρο της λευτεριάς, κερδίζοντας την αιώνια ζωή, όπως η Αναστασία και ο Χριστόδουλος.
Η Αναστασία ήταν μία ταπεινή δούλη από την Πάτρα, που δεν επηρεάστηκε από την απόφαση της πλούσιας οικογένειας –στη δούλεψη της οποίας βρισκόταν– να αρνηθεί τον Χριστό. Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο τον Πουκ(ε)βίλ να μας περιγράψει σε γλώσσα ζωντανή και ρέουσα τη δοκιμασία της: «Την Κυριακήν των Βαΐων (3 Απριλίου 1821), εποχήν θλιβερών αναμνήσεων πλουσία ελληνική οικογένεια, της οποίας θα παρασιωπήσω το όνομα, […], μη δυνηθείσα να καταφύγη εις το προξενείον της Γαλλίας, απήχθη υπό των Μωαμεθανών. Μήτηρ, έφηβος υιός και δύο θυγατέρες, ας ήρμοζε μάλλον ίνα ίδη η ημέρα αύτη, καθ’ ην συνήθως τελούνται οι γάμοι, οδηγουμένας παρά τον βωμόν του νυμφικού στεφάνου, ωδηγήθησαν τουναντίον ενώπιον του Γιουσούφ πασά (ο ονομαστός στρατηγός Γιουσούφ Σέρεζλης). Τας κραυγάς των δυστήνων τούτων όντων ήκουσεν ο πρόξενος της Γαλλίας, όταν έσυρον αυτάς προς την Ακρόπολιν (των Πατρών).

Γονυπετούσι παρά τους πόδας του βαρβάρου, όστις παρηγορών παροτρύνει αυτάς να εξωμόσωσι. Γογγύζουσιν εκείναι· απειλούνται, αλλ’ ανθίστανται· ο θάνατος εμποιεί αυταίς φόβον, κλαίουσιν, ολολύζουσι, τρέμουσι, και οι ολέθριοι λόγοι της εξωμοσίας εκφεύγουσι των χειλέων αυτών» (σ. 76). Η οικογένεια αρνείται τον Χριστό, και ο Πουκ(ε)βίλ συντετριμμένος ζητά το έλεος του Θεού για να συγχωρήσει αυτές τις δειλές υπάρξεις, που λύγισαν μπροστά στις απειλές των Οθωμανών: «Θεέ μου, ευδόκησον να συγχωρήσης αυτάς, η μήτηρ φοβηθείσα διά την τύχην των δειλών αυτής θυγατέρων υποχωρεί· αι θυγατέρες εξ αγάπης προς την γεννήσασαν αυτάς ακολουθούσι το παράδειγμα εκείνης· ο αδελφός αυτών είναι αθώος, διότι μόλις ηρίθμει δύο πενταετίας.
Αι τάλαιναι! Δεινή η ποινή, ην υπέστησαν! Ετάχθησαν μεταξύ των παλακίδων του Γιουσούφ, ο δε νεανίας μεταξύ των εφήβων· το ερύθημα καλύπτει τα μέτωπα αυτών· τα δε ονόματα της Φατμές, Αϊσές, Ζουλέικας και Αχμέτ, αντικατέστησαν τα της Ελένης, Κωνσταντίνας, Αλεξανδρινής και Ανδρέου» (σ. 76).
Μπορεί η πλούσια και εύπορη οικογένεια να αρνήθηκε τον Χριστό και να ασπάστηκε τον μουσουλμανισμό, αλλά η υπηρέτρια της οικογένειας, η ταπεινή Αναστασία, ύψωσε το ανάστημά της και γεμάτη παρρησία απάντησε στον Τούρκο κριτή που την προέτρεπε να μιμηθεί την οικογένεια που υπηρετούσε και να απαρνηθεί τον Χριστό: «Ο Θεός μου είναι Θεός του ψευδούς σου προφήτου.
Δύνασαι να απειλής, ο κεραυνός αυτού αντηχεί ισχυρότερον παρά αι κραυγαί της λύσσης των φρουρών σου. Ιδέ τον ουρανόν τούτον, δυστυχή άπιστε! Εκεί κατοικεί η Παρθένος εκείνη, η οποία τείνει ήδη προς εμέ τους βραχίονας. Βλέπω αυτήν, οπόσον το μειδίαμά της είναι γλυκύ! Με προσκαλεί … Ελθέ, περιστερά μου! …Χαίρε βασιλίς των αγγέλων! Άστρον της πρωΐας χαίρε! Δέχθητι, την ταπεινήν σου δούλην Αναστασίαν! Είσθε σεις μάρτυρες της πίστεως. Ζήτησον το βάπτισμα Βεζύρη! … Αποτάχθητι της πλάνης! … Αλλά το αισθάνομαι, ιδού ο Σωτήρ μου με προσκαλεί παρ’ αυτώ» (σ. 77). Και μόλις η νεαρή κόρη τελείωσε τον λόγο της, προτού καν προφθάσουν οι δήμιοι να την μολύνουν και να της αφαιρέσουν τη ζωή, παρέδωσε, ήρεμη και γαλήνια, το πνεύμα της στον Χριστό που τόσο αγαπούσε.
Βλέποντας το θαυμαστό αυτό γεγονός ο Γιουσούφ πασάς αντί να προβληματιστεί και να συνετιστεί, διέστρεψε την πραγματικότητα, αρνούμενος να δεχθεί την αλήθεια. Απευθυνόμενος προς έναν νεαρό αιχμάλωτο Έλληνα, γιο ιερέως, τον Χριστόδουλο, του είπε, απειλώντάς τον: «ο προφήτής μου επάταξεν ήδη, όπως και συ αυτός παρετήρησας, δυστυχή τινα, ήτις δεν εφοβήθη βλασφημήσασα κατά του ονόματος αυτού! Τρέμε, μη και συ υποστής την τύχην αυτής, και επανάλαβε μετ’ εμού ‘‘Θεός είναι ο Θεός μου, ο δε Μωάμεθ είναι ο προφήτης αυτού» (σ. 77).
Ατάραχος ο νεαρός Χριστόδουλος, χωρίς να δειλιάσει ούτε μία στιγμή, απάντησε: «Χριστός Ανέστη». Οργισμένοι οι Τούρκοι στρατιώτες «ώρμησαν μανιωδώς κατ’ αυτού, ότε ο πασάς διατάσσει να φεισθώσι του Χριστοδούλου, ον όμως καταδικάζει εις πεντακοσίους ραβδισμούς, τους οποίους έμελλε να υποστή εκ διαλειμμάτων εν διαστήματι δέκα τεσσάρων ημερών, διότι ήγε το δέκατον τέταρτον έτος της ηλικίας αυτού.
Αμέσως επιβάλλουσιν αυτώ την πρώτην ποινήν και παροτρύνουσι ν’ απαρνηθή τον Χριστόν, ενώ εκείνος αποκρίνεται ευλογών τον Κύριον. Το μαρτύριον επανελήφθη τη επαύριον και επί δέκα τέσσαρας ημέρας. Εν τούτοις ο νεαρός Έλλην δεν έπαυσε λέγων εις τους δημίους· ‘‘το σώμα μου ανήκει εις υμάς, αλλ’ η ψυχή μου εις τον θεόν, ον ουδέποτε θα εγκαταλείψω, αλλ’ ούτε την Παρθένον Μαρίαν» (σ. 77).
Ο Χριστόδουλος άντεξε και παρέμεινε σταθερός στην πίστη του. Νικημένος ο Γιουσούφ διέταξε να τον αφήσουν ελεύθερο λέγοντας: «‘‘ο Μωάμεθ δεν θέλει τον χριστιανόν τούτον κύνα, η αντίστασις, την οποίαν προέβαλλεν, είναι αρκούσα τούτου απόδειξις· ας αφήσωμεν αυτόν ήσυχον ν’ απέλθη τάχιστα! …’’ και απεσύρθη αποκομίζων τα βεβαμμένα διά του αίματος πολλών μαρτύρων ράκη, τα οποία εγένοντο διά τους χριστιανούς θαυματουργά φυλακτήρια.»
Αυτή ήταν η θαυμαστή ιστορία της Αναστασίας και του Χριστόδουλου, δύο νεαρών παιδιών που έμειναν σταθεροί μέχρι τέλους στην πίστη τους και ομολόγησαν με παρρησία τον Χριστό. Χρησιμοποιώντας πνευματικά όπλα, αντιμετώπισαν θαρραλέα τον Οθωμανό κατακτήτη. Αρνήθηκαν τις γηΐνες απολαύσεις που αφειδώς τους προσέφεραν οι Οθωμανοί, και επέλεξαν τον δρόμο της θυσίας, αφήνοντας μία «ες αεί» παρακαταθήκη πνευματικής αντίστασης στους Έλληνες και γενικότερα στην ανθρωπότητα. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Πουκ(ε)βίλ, ο Γάλλος φιλέλληνας, γιατρός και ιστορικός, έμπλεος θαυμασμού, διέσωσε στις σελίδες της «Ιστορίας» του το συγκινητικό «συναξάρι» τους, μία λαμπρή, αν και όχι τόσο γνωστή, σελίδα από τη συναρπαστική «βίβλο» του Αγώνα του 21.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλέξανδρος Ν. Καλέσης, Αναγνώσεις Ετερότητας στις Ταξιδιωτικές Αφηγήσεις του Fr. Pouqueville, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, [Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Σχολή Επιστημών του Ανθρώπου, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης], Βόλος 2006.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.