Του Ηλία Ε. Κουρκούτα*
Όσο ιδιόμορφος κι αν φαίνεται ο τίτλος υπάρχει μια υπόγεια ισχυρή σύνδεση μεταξύ των δυο επίκαιρων φαινομένων. Ακόμη κι αν το ένα φαινόμενο είναι καθαρά φυσικό, πέρα από τις κοινωνικές-διαπροσωπικές σχέσεις, και οι δυο προκαλούν μια τραυματική συνθήκη φόβου.
Αυτό συμβαίνει διότι και οι δυο καταστάσεις είναι απρόβλεπτες, δεν ελέγχονται, ενώ το άτομο νοιώθει απροστάτευτο εφόσον δεν μπορεί να καταφύγει, για διάφορους λόγους, σε ειδικούς για να το καθησυχάσουν ή σε συγγενείς, σε άλλα πρόσωπα, αστυνομία κλπ., στις περιπτώσεις σωματικής/ ψυχολογικής βίας. Και οι δυο συνιστούν ένα είδος επίθεσης στα βασικά συναισθήματα ασφάλειας και ακεραιότητας ή ισορροπίας του ατόμου, με την μεταφορική και κυριολεκτική έννοια. Τα άτομα συνταράσσονται εσωτερικά, σωματικά και ψυχολογικά: κάθε δυνατός θόρυβος επιφέρει φόβο σεισμού, κάθε κίνηση, πρόσωπο ή ερέθισμα -ακόμη και φαινομενικά άσχετο- που μπορεί να θυμίζει το δράστη ή την σκηνή μιας κακοποίησης δημιουργεί εσωτερική αναταραχή. Οι σεισμικές και μετασεισμικές δονήσεις προκαλούν άγχος και βαθιά ανασφάλεια διότι είναι ανεξέλεγκτες και οφείλονται σε δυνάμεις που δεν ελέγχουμε, ( «βούλες της φύσης»), όπως είναι και τα ξεσπάσματα του βίαιου θύτη, που εκμεταλλεύεται μια θέση δύναμης εξουσίας
Η απομάκρυνση από επικίνδυνες περιοχές, η φυγή σε χωριά και εξοχικά, η αναζήτηση διαβεβαιώσεων από ειδικούς, οι οποίοι δίνουν εξηγήσεις, έστω ανεπαρκείς, είναι κάποιοι τρόποι διαφυγής. Δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις κακοποιητικών σχέσεων το άτομο δεν μπορεί να αποδράσει. Οι σεισμοί υποχωρούν, τελειώνουν, οι δράστες όχι. Αυτή είναι μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο φαινομένων.
Οι σχέσεις θυματοποίησης στην παιδική-εφηβεία ηλικία, αλλά και στο πλαίσιο συζυγικών και επαγγελματικών σχέσεων γίνονται τραυματικές διότι υπάρχει μια ασυμμετρία δύναμης. Το παιδί, ο έφηβος, η γυναίκα, ο εργαζόμενος για λόγους σωματικούς, ψυχολογικούς, κοινωνικούς, επαγγελματικούς, φανταστικούς ή πραγματικούς δεν είναι σε θέση να αντισταθεί στην «κυριαρχία του θύτη». Η νοηματοδότηση που δίνεται μέσα από τη μεγιστοποίηση της δύναμης του θύτη και του αναπόφευκτου/μοιραίου εκφράζει την ευαλωτότητα και τις αποπνικτικές φαντασιώσεις του θύματος.
Όσον αφορά το σεξουαλικό τραύμα/βιασμό στο πλαίσιο οικογενειακών, συζυγικών, επαγγελματικών σχέσεων, η δυναμική της πράξης, η ψυχολογία του θύτη καθώς και η ίδια η βία παίρνει μια ακόμη πιο παρεισφρητική και διαρρηκτική ορμή με πολλαπλές επιπτώσεις στην ψυχική εικόνα και στο βίωμα εαυτού του θύματος. Όταν το θύμα είναι ανήλικο βιώνει να διαρρηγνύεται η σωματική και ψυχική του ενότητα με σοβαρές επιπτώσεις στην εφηβική και νεαρή ενήλικη ζωή- ενοχές-θυμό για την αδυναμία, κατάθλιψη, μίσος του σώματος που εκφράζεται με ανορεξία και επιθυμία απαλλαγής από αυτο, ιδέες φόνου που μεταστρέφονται σε σκέψεις αυτοκτονίας, ψυχαναγκασμοί, αδυναμία να επαν-επενδύσουν ερωτικά το σώμα τους ή να αφεθούν σε αισθησιακές ρομαντικές σχέσεις.
Τα θύματα περνάνε έντονες ψυχικές διεργασίες με αντικρουόμενα συναισθήματα και η αποκάλυψη πολύ δύσκολη, γι’ αυτο ας μην εκπλησσόμαστε για τις καθυστερήσεις χρόνων ή τις παντοτινές σιωπές, που παραμένει χαρακτηριστικό της πλειονότητας των περιπτώσεων. Όταν το πρόσωπο είναι οικείο ή συγγενής τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο.
Πολύ σχηματικά, θα ανέφερα ότι στο «φάσμα των περιπτώσεων θυτών», πολλοί επιθετικοί σεξουαλικά θύτες που πατρεισφρύουν αυθαίρετα χωρίς συναίνεση στο σώμα ενός ανηλίκου ή και νεαρού κοριτσιού είναι συνήθως ναρκισσιστικές προσωπικότητες, σε τέτοιο βαθμό όπου ο άλλος δεν υπάρχει, παρά ως αντικείμενο εκπλήρωσης των πόθων και επιθυμιών τους. Πέρα από σοβαρά διαταραγμένες προσωπικότητες, με ιστορικό σοβαρής κακοποίησης και παραμέλησης, οι ναρκισσιστικές προσωπικότητες -με υψηλό κοινωνικό προφίλ-, που συναντάμε στους χώρους εργασίας, είναι άτομα με υψηλές προσδοκίες και αξεπέραστη εγωκεντρική εικόνα εαυτού, επιθυμούν πάντα την κορυφή και συγχρόνως την κυριαρχία στους άλλους, μέσα από εκλεπτυσμένες ή μη, χειραγωγικές διαπροσωπικές πρακτικές.
Οι βιαστές ωθούμενοι από ένα μείγμα σεξουαλικής πείνας και εγωιστικής κυριαρχίας, ακυρώνουν πλήρως το θύμα. Το θύμα με τις δικές του επιθυμίες αλλά και τη δικιά του ξεχωριστή οντότητα δεν υφίσταται.
Ο σεξουαλικός βιαστής κάνει χρήση μιας απίστευτης βίας και απουσίας ενσυναίσθησης απέναντι στα θύματα, ακόμη και όταν αρνούνται ή διαμαρτύρονται έντονα. Η βαθιά πεποίθηση–πέρα του ότι ο άλλος τα θέλει, εφόσον υπάρχουν και περιπτώσεις ομοφυλοφιλικών βιασμών- ότι η δικιά του επιθυμία είναι επιθυμία του θύματος, κυριαρχεί.
Η κοινωνική ατιμωρησία και η έλλειψη μηχανισμών εντοπισμού ή υποστήριξης της φωνής των θυμάτων, καθώς και κουλτούρες/ νοοτροπίες πατριαρχικού τύπου, αυξάνουν τα αισθήματα παντοδυναμίας αυτών των ατόμων, ωθώντας τους να επαναλάβουν την πράξη τους.
Η ανασφάλεια της κακοποίησης είναι ότι ο θύτης είναι ανεξέλεγκτος, γιατί κυριαρχεί κοινωνικά, ψυχολογικά σωματικά ή επαγγελματικά, ενώ το θύμα και από μια θέση ψυχολογικής ευαλωτότητας νοιώθει τελείως εκτεθειμένο στις ορέξεις του.
Παρόμοια είναι και η εμπειρία του σεισμού, όπου οι φόβοι και φαντασιώσεις γίνονται επίσης δραματικοί, επειδή οι άνθρωποι νιώθουν στο έλεος αλλότριων δυνάμεων. Εκεί όμως συχνά επικρατεί μια κοινωνική αλληλεγγύη, ένα αίσθημα διαμοιρασμού, ο φόβος δεν συνδέεται με άλλα ενοχικά ή αντικρουόμενα αισθήματα, ενοχές, ντροπές, διάρρηξη αίσθησης εαυτού και σώματος και αδυναμία για σχέσεις, όταν το τραύμα είναι μεγάλο.
Πολλοί κατακρίνουν τα θύματα, διακατεχόμενοι από εχθρικά συναισθήματα, προσπαθώντας να απαλλαγούν από την ενοχή και την ανάληψη ευθύνης απέναντι στα θύματα και την συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα. Η ένταξη σεξουαλικής και συναισθηματικής αγωγής και η ευαισθητοποίηση/πληροφόρηση για ανάλογα θέματα στο σχολείο, καθώς και η ενίσχυση συμβουλευτικών δομών πρόληψης/πρώιμης παρέμβασης, είναι τα ελάχιστα.
Όπως όλος ο κόσμος στην περιοχή έχει φοβηθεί, παγώσει ή διακατέχεται από ανασφάλεια, κάτι παρόμοιο, μόνιμο, όμως, και πολύ πιο διαλυτικό βιώνουν πολλά από τα θύματα κακοποιητικών σχέσεων, ακόμη και σε πιο ήπιες καταστάσεις αποκλεισμού ή αφανών κακοποιήσεων και σχέσεων αποξένωσης παιδιών από τους γονείς τους.
*Ο Ηλίας Κουρκούτας είναι κλινικός ψυχολόγος ψυχοδυναμικής κατεύθυνσης, Καθηγητής στο Παν/μιο Κρήτης και Διευθυντής του Εργαστηρίου Ψυχολογίας και του Μεταπτυχιακού Προγράμματος στην Ειδική Αγωγή.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.