Μετά τη δολοφονία του σέρβου επαναστάτη Καραγιώργη ο Λεβέντης απέκτησε τον σεβασμό μεταξύ των ηγετικών στελεχών της Φιλικής Εταιρείας. Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ιδρυτικό μέλος της Φιλικής, μετέβη στο Βουκουρέστι για να συναντήσει τον δραστήριο πρόξενο και να του ανακοινώσει την απόφαση του Διευθυντηρίου της Φιλικής να τον εντάξει στην ηγετική ομάδα, δηλαδή στα μέλη της Ανώτατης Αρχής. Ο Λεβέντης δεν έφερε καμία αντίρρηση. Ήταν έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πατρίδα με οποιονδήποτε τρόπο.
Παράλληλα συνέχισε να χρηματοδοτεί τον ιερό σκοπό της Φιλικής Εταιρείας, αλλά και να χορηγεί υποτροφίες σε Έλληνες σπουδαστές για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, κυρίως της Γερμανίας. Ιδιαίτερη φροντίδα επέδειξε για την απρόσκοπτη λειτουργία των ελληνικών σχολείων των παροικιών, παρέχοντας σημαντική οικονομική βοήθεια και αγοράζοντας βιβλία για τις βιβλιοθήκες τους. Φιλεύσπλαγχνος όντας, συνέδραμε, επίσης, κάθε φτωχό που ζητούσε τη βοήθειά του. Ήταν τόσες πολλές οι ευεργεσίες και ελεημοσύνες τους «που δεν είναι εύκολον να συμπεριληφθώσιν εις ένα μόνον αριθμόν», όπως σημειώνει ο Αγαπητός.
Ανήκοντας πλέον στον ηγετικό πυρήνα της Φιλικής Εταιρείας και εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες που του προσέφερε η θέση του στη ρωσική διπλωματία, ο Λεβέντης προσέφερε ύψιστης σημασίας υπηρεσίες στην προετοιμασία του Αγώνα για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Ας αναφερθούμε σε κάποιες χαρακτηριστικές. Όταν ξέσπασε έριδα μεταξύ του Αναγνωστόπουλου και επιφανών στελεχών της Φιλικής Εταιρείας στη Μολδαβία, ο Λεβέντης κατανοώντας τον κίνδυνο να αποκαλυφθούν τα σχέδια της Φιλικής για την προετοιμασία επαναστατικού κινήματος και να καταπνιγεί στη συνέχεια το κίνημα εν τη γενέσει του, παρενέβη με αποφασιστικότητα για την εξομάλυνση της κατάστασης.
Ο ίδιος ήταν πάλι που παρενέβη, όταν ο ηγεμόνας της Βλαχίας Ιωάννης Καρατζάς συνέλαβε και φυλάκισε στο Βουκουρέστι, κατά το 1815, τον Γεωργάκη Ολύμπιο. Έχοντας την υποστήριξη του βοεβόδα Μίλκο Πέτροβιτς, πέτυχε να πείσει τον ηγεμόνα να απελευθερώσει τον Ολύμπιο, έναν από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές, εκείνη την περίοδο, στα επαναστατικά δρώμενα. Και φυσικά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε την καίρια συμβολή του στην απελευθέρωση του Γρηγορίου Δικαίου-Παπαφλέσσα, όταν αυτός συνελήφθη από ανθρώπους του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσου.
Μόλις ο Λεβέντης πληροφορήθηκε τη σύλληψη του παρορμητικού Έλληνα αρχιμανδρίτη, ο οποίος έφερε επάνω του σημαντικά έγγραφα της Φιλικής, έσπευσε να συναντήσει τον ηγεμόνα και να του ζητήσει να αφήσει ελεύθερο τον κρατούμενο. Πράγματι, ο ηγεμόνας, επειδή εκτιμούσε τον Λεβέντη, άφησε ελεύθερο τον Παπαφλέσσα και έτσι δεν διακινδύνευσαν να αποκαλυφθούν τα μυστικά της Φιλικής. Η δράση του, στο μεταξύ, έγινε γνωστή στη Ρωσική αυλή, που «εψυχράνθη ως ην επόμενον».
Την ίδια περίοδο ο Υψηλάντης κήρυξε την Επανάσταση στις 24 Φεβρουαρίου 1821, στο Ιάσιο με το περίφημο κείμενο της Γενικής Προκηρύξεως και στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα οι επαναστατικές δυνάμεις φάνηκαν να αποκτούν προσωρινά τον έλεγχο της Μικράς Βλαχίας (Ολτενίας) και της Μολδαβίας. Τη Μικρά Βλαχία έθεσαν υπό τον έλεγχό τους οι επαναστάτες του Βλαδιμηρέσκου και τη Μολδαβία το επαναστατικό στράτευμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Η επόμενη κίνηση των επαναστατών ήταν να κατευθυνθούν συντεταγμένα προς το Βουκουρέστι, η κατάληψη του οποίου θα σήμαινε την ολοκλήρωση της Επανάστασης στην περιοχή και συνεπώς την επίτευξη των πρωταρχικών αντικειμενικών της σκοπών.
Το νέο της μελλούμενης εισόδου των επαναστατών στη ρουμανική πρωτεύουσα καταθορύβησε τις αρχές και τον απλό λαό, που κατατρομαγμένοι άρχισαν να την εγκαταλείπουν. Εκτός όμως από τις αρχές της πόλης, τους μεγάλους δηλαδή βογιάρους, και τον λαό, από την πόλη αναχώρησαν εσπευσμένα και οι δύο πρόξενοι της Ρωσίας και της Αυστρίας, A. Pini και Fl. von Hakenau με προορισμό την Τρανσυλβανία.
Μαζί με τον Ρώσο πρόξενο αναχώρησε και ο Γεώργιος Λεβέντης. Προορισμός των δύο διπλωματών η πόλη του Μπρασόβ. Από εκεί ο Pini ταξίδεψε για το Λάυμπαχ (Λιουμπλιάνα), όπου συνεδρίαζαν οι Μεγάλοι της Ευρώπης για να αποφασίσουν τον τρόπο επέμβασης και καταστολής των επαναστατικών κινημάτων ανά την ευρωπαϊκή ήπειρο, ενώ ο Λεβέντης παρέμεινε στο Μπρασόβ αναπτύσσοντας πλέον δράση μέσα στους κύκλους των ρωσόφιλων βογιάρων, που είχαν επίσης καταφύγει εκεί.
Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε πως η αναχώρηση του Λεβέντη για την Τρανσυλβανία συνδέεται και με την επιθυμία και εν τέλει απόφαση του ευφυούς Έλληνα να βρίσκεται δίπλα στον Ρώσο πρόξενο Pini, για όσο διάστημα αυτός θα έμεινε στο Μπρασόβ, πριν την αναχώρησή του για το Λάυμπαχ, ώστε να τον επηρεάζει υπέρ των επαναστατών.
Στο ρωσικό διπλωματικό σώμα ο Λεβέντης παρέμεινε μέχρι την απελευθέρωση και τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Το 1832 αποφασίζει να κατεβεί στο απελευθερωμένο τμήμα και να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Λαμβάνει μέρος ως πληρεξούσιος Κυνουρίας, της ιδιαίτερης δηλαδή πατρίδας του στις εργασίες της Ε΄ Εθνοσυνέλευσης, η οποία ξεκίνησε τις εργασίες της στο Άργος τον Δεκέμβριο του 1831 και τις συνέχισε στο Ναύπλιο τον Μάρτιο του 1832.
Στην Εθνοσυνέλευση αυτή ψηφίστηκε το «Ηγεμονικό Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδας», που όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ, ενώ ταυτόχρονα καθιερώθηκε το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας, με τον Βασιλιά ως ανώτατο πολιτειακό άρχοντα.
Με την έλευση του Όθωνα στην Ελλάδα ο Γεώργιος Λεβέντης εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πατρίδα, σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Το 1837 διορίστηκε πρόξενος αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στη Μολδοβλαχία. Επειδή όμως ο Λεβέντης διακρινόταν για την ελευθεροφροσύνη του, δεν άργησε να πέσει στη δυσμένεια του βασιλιά Όθωνα, γεγονός που είχε συνέπειες στη διπλωματική του σταδιοδρομία. Απομακρύνθηκε από το διπλωματικό σώμα και δεν πρόλαβε να υπηρετήσει από τη θέση του προξένου τα συμφέροντα της πατρίδας του στη Μολδοβλαχία.
Η αποπομπή αλλά και η διαφοροποίησή του σε καίρια ζητήματα από τις πολιτικές του Βαυαρού βασιλιά, στοίχησε μεταξύ άλλων και οικονομικά στον Γεώργιο Λεβέντη και την οικογένειά του. Δυσκολευόταν να εξοικονομήσει πλέον ακόμη και τα απαραίτητα για την επιβίωση της πολυμελούς οικογένειάς του ‒είχε επτά παιδιά‒ με αποτέλεσμα να χάσει σταδιακά τη ζωντάνια και την ικμάδα του χαρακτήρα του.
Πάμπτωχος και κατετρεγμένος ο Γεώργιος Λεβέντης, ο άνθρωπος που είχε ξοδέψει τεράστια ποσά για την απελευθέρωση της πατρίδας του, ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν σταδιακά, «μέχρις ου κεραυνοβόλος αποπληξία, αφήρπασεν εκ του κόσμου τούτου» και τον λύτρωσε από όλες τις δυσκολίες της παρούσης ζωής. Πέθανε πάμπτωχος στις 24 Νοεμβρίου 1847, δοκιμάζοντας και αυτός, όπως και άλλοι τόσοι που αγωνίστηκαν και προσέφεραν την περιουσία τους στον ιερό σκοπό της απελευθέρωσης, την αγνώμονα συμπεριφορά και αχαριστία της πατρίδας του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αγαπητός Αγαπητού, Οι ένδοξοι Έλληνες του 1821 ή οι Πρωταγωνισταί της Ελλάδος, τόμ. Α΄, εν Πάτραις 1877, σσ. 422-429.
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ‘‘Η αναχώρηση του φιλικού Γ. Λεβέντη από το Βουκουρέστι’’, Ελληνικά 32/2 (1980), 288-298.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.