Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Ο δεύτερος λόγος που παρακίνησε τον φωτισμένο δάσκαλο Δημήτριο Δάρβαρη για να προχωρήσει στη μετάφραση των τριών συγκεκριμένων κειμένων του Πλούταρχου, του Ισοκράτη και του Ξενοφώντα είναι «η μεγάλη πολυτέλεια οπού κυριεύει την σήμερον εις το γένος μας». Η τρυφηλότητα του βίου,κατά τον Δάρβαρη, και η κάθε είδους καλοπέραση έχει καταστρέψει πολλές οικογένειες και είναι έτοιμη να αφανίσει και άλλες πολλές, αφού κυριευμένες αυτές από πνεύμα υλικού ευδαιμονισμού ξοδεύουν περισσότερα από όσα έχουν τη δυνατότητα. Η επιθυμία για πολυτέλεια, «φθοροποιά λύμη» την χαρακτηρίζει ο Δάρβαρης, «αναρριπιζομένη από τα θέλγητρα της Σαρκός» αυξάνει ακόμη περισσότερο στους νέους, με ολέθρια αποτελέσματα· οι νέοι «δεν θέλουσι πλέον να κοπιάζωσιν, ούτε να οικονομώσιν, αλλά να ραθυμώσι και να ξεφαντώνωσιν».
Αυτή η κατάσταση όμως, εφόσον συνεχιστεί, μπορεί να αποβεί καταστροφική όχι μόνο για το υπόδουλο Γένος, αλλά γενικότερα για όλους τους ανθρώπους. Δεν συμφωνεί με όσους υποστηρίζουν ότι «η κοινή ευτυχία του Πολιτεύματος ημπορεί να συντηρήται και να διαφυλάττηται χωρίς των ηθικών μέσων». Και εξηγεί για ποιους λόγους υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Όταν δηλαδή συνεχώς αυξάνεται η ασωτία και μειώνεται η φιλοπονία και η εγκράτεια, τότε είναι βέβαιο ότι οι άνθρωποι θα αρχίσουν «να αδικώσι, να επιορκώσι, να ψεύδωνται, να αρπάζωσι, να απατώσι […] και απλώς ειπείν να κάμνωσιν όλα τα ασεβέστατα και παρονομώτατα έργα.» Γι’ αυτό παρατηρεί με θλίψη πως μεταξύ των ανθρώπων διεξάγεται ένας κρυφός πόλεμος, που προσπαθούν όπως οι λεοπαρδάλεις «να καταξεσχίζωσιν» ο ένας τον άλλο ή σαν λύκοι να αρπάξουν το ψωμί ο ένας από το στόμα του άλλου.
Η μεγαλύτερη όμως ζημιά γίνεται στις νεανικές ψυχές. Η επιθυμία για πολυτέλεια και απολαύσεις τις αφαίρεσε κάθε όρεξη για καλά έργα και τις έκανε να στοχάζονται μόνο τις σαρκικές ηδονές και τους τρόπους με τους οποίους θα τις απολαύσουν, απομακρυνόμενοι από την «εξουσίαν των γονέων» ή την «επιστασίαν των μεγαλητέρων». Για να βγούμε από το αδιέξοδο μία λύση υπάρχει κατά τον Δάρβαρη: «μία φρόνιμη Οικονομία του οσπητίου, και μία καλή Ανατροφή των τέκνων.»
Τίθεται τότε το ερώτημα: «ποία Ανατροφή δύναται να κάμη την σωτηριώδην μεταβολήν εις τους Νέους, η Κοινή οπού γίνεται εις τα δημόσια Σχολεία και Φροντιστήρια ή η Οικιακή;» Η απάντηση για τον φωτισμένο δάσκαλο είναι απλή: «η Οικιακή δεν δύναται να κάμη τούτο το καλόν», γιατί ο νέος δεν έχει πολλές δυνατότητες εντός οικίας, ενώ αντίθετα στο σχολείο βρίσκεται σε συνεχή κίνηση «αναγιγνώσκωντας, γράφωντας, εξηγώντας, ή εκστηθίζωντας», συναγωνιζόμενος με τους συμμαθητές του. Στο σπίτι κυριαρχεί «η άμετρος αγάπη των γονέων», η οποία όχι μόνον αποκόπτει τα παιδιά από τη μάθηση, αλλά «και παντελώς τα διαφθείρει», γιατί οι γονείς εξαιτίας της τόσο έκδηλης και υπερβολικής αγάπης προς αυτά δεν στέκονται με αυστηρή διάθεση απέναντί τους, κάθε φορά που προβαίνουν σε αταξίες ή αμελούν τα μαθήματά τους, αλλά τα «χαϊδεύουσιν και τα αφήνουσι να κάμνωσιν, ό,τι θέλουσι».
Ευθύνη για αυτού του είδους την κακή ανατροφή έχουν και οι δάσκαλοι που διδάσκουν τους νέους κατ’ οίκον. Αντί δηλαδή να γυμνάζουν τους νέους με «εγκύκλια μαθήματα και τας Επιστήμας» γεμίζουν τα νεανικά μυαλά με «ένα πλήθος λέξεων, όπου δεν τας νοούσιν, […] τα ώτα των με κάποιους μύθους και ιστορίας, οπού ποσώς δεν τους ωφελούσι […] και το πλέον χειρότερον από όλα κολακεύουσι τα άλογα πάθη αυτών, και ούτω τους κάμνουσι να ήναι κακοί και άτιμοι διά βίου.»
Διαφορετικά όμως είναι τα πράγματα στην αγωγή που λαμβάνουν οι νέοι εντός σχολείου. Στο σχολείο ο μαθητής, βλέποντας την πρόοδο των υπολοίπων, προσπαθεί κι αυτός να βελτιωθεί και να γίνει καλύτερος, γιατί διαπιστώνει πως οι καλοί και συνεπείς μαθητές επαινούνται και ανταμείβονται, ενώ οι κακοί και ασυνεπείς ελέγχονται και επιτιμούνται. Έτσι δεν είναι τυχαίο που τα φωτισμένα έθνη συνειδητοποίησαν τη μεγάλη αξία του σχολείου και προχώρησαν στην ίδρυση πολλών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, από τα οποία αναδείχθηκαν άνδρες σοφώτατοι και πολυμαθέστατοι που ευεργέτησαν το ανθρώπινο γένος με τα συγγράμματά τους. Είναι επομένως, υποχρέωση και των Ελλήνων να ιδρύσουν όσο περισσότερα πνευματικά ιδρύματα «διά να φωτισθή οπωσούν το Γένος μας, και να μη καταφρονήται εις το εξής τόσον από τ’ άλλα γένη ως αμαθές και βάρβαρον.» Η αγωνία του Δάρβαρη για την ίδρυση σχολείων είναι μεγάλη, όπως φαίνεται. Συνεχίζει μάλιστα τον συλλογισμό του αναφερόμενος και σε άλλους, μεγαλύτερους, κινδύνους που θα προκύψουν από την έλλειψη σχολείων: «είναι μέγας φόβος να σβυσθή ολοτελώς (εν. το Γένος μας), και να μη μείνη ουδέ λείψανον αυτού.»
Ένας τελευταίος λόγος που έστρεψε τον Δέρβαρη στην ενασχόληση με τη μετάφραση των τριών αυτών κειμένων ήταν «η μεγάλη καταφρόνησις των Μουσών», δηλαδή της ανθρωπιστικής παιδείας, «οπού είναι φως του ανθρωπίνου νοός, και οπού κάμνει τον Άνθρωπον τω όντι άνθρωπον, και όμοιον τω Θεώ, κατά Πλάτωνα.» Με θλίψη διαπιστώνει πως οι νέοι δεν έχουν διάθεση να αφιερωθούν στις Μούσες, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να σβήσει διαπαντός «το ολίγον φως της Μαθήσεως» και να απουσιάζει κάθε είδους κίνητρο για να ξανανάψει από κάποιους φιλόδοξους νέους. Οι νέοι έχουν απογοητευθεί, επειδή παρατηρούν πως όσοι ασχολήθηκαν με την παιδεία δεν λαμβάνουν καμιά ανταμοιβή για τους κόπους τους και περιφρονούνται από τους πολλούς· άλλωστε, η παιδεία ποτέ δεν υπήρξε αφορμή πλουτισμού.
Η δική του φιλοδοξία είναι να φέρει σε επαφή τους νέους με την αρχαία ελληνική κληρονομιά και να τους εμφυσήσει την επιθυμία να ακολουθήσουν τις σοφές συμβουλές και διδασκαλίες των φωτισμένων πνευμάτων της αρχαιότητας. Γιατί, αν τους ακολουθήσουν «θέλουσι γένη όμοιοι με εκείνους, και επιτύχει των ιδίων επαίνων.» Και αυτού του είδους ο έπαινος έχει πραγματική αξία, γιατί πηγάζει από το στόμα σοφών ανδρών που γνωρίζουν να επαινούν την αρετή και την πνευματική προκοπή, και όχι από το στόμα του «αμαθούς όχλου», που τις περισσότερες φορές επαινεί τα ελαττώματα, αφού τα κριτήριά του είναι εντελώς διαφορετικά.
Καταλήγοντας ο Δάρβαρης, προτρέπει τους αναγνώστες να διαβάζουν με επιμέλεια «όλα τα Ηθικά συγγράμματα των Ελλήνων», αλλά να κρατούν από αυτά οτιδήποτε είναι χρήσιμο και σύμφωνο με τη χριστιανική θρησκεία, όπως άλλωστε «συμβουλεύει και ο μέγας Βασίλειος, και πρό αυτού ο μέγας Παύλος: ‘‘τα πάντα δοκιμάζοντες, το καλόν κατέχετε’’». Φιλοδοξία του είναι το παρόν «Ηθικόν Βιβλίον» να αποβεί «εις ωφέλειαν πάντων των μετιόντων αυτό», μία φιλοδοξία την οποία πρέπει να έχει πάντοτε κάθε συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του.
Εύστοχος, λοιπόν, ο τίτλος που έδωσε στο έργο του ο Δημήτριος Δάρβαρης: «Αληθής οδός εις την ευδαιμονίαν…»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αθ. Γιομπλάκης, ‘‘Δημήτριος Νικ. Δάρβαρης (1757-1823). Ο εκ Κλεισούρας της Μακεδονίας διδάσκαλος του Γένους’’, Γρηγόριος ο Παλαμάς 54 (2013), 313-323 και 403-409.
Ελένη Αγγελόματη-Τσουγκαράκη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός και παιδική ηλικία, στο: Ελληνικός και Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Πρακτικά Δ΄ Συνεδρίου «1821-2021. 10 Συνέδρια για τα 200 χρόνια της Ελληνικής επανάστασης, εκδ. Αρχονταρίκι, Αθήνα 2015, σσ. 53-90.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.