Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Στα μέσα, περίπου, του 18ου αι. στην Κλεισούρα της Δυτικής Μακεδονίας γεννήθηκε ο Δημήτριος Δάρβαρης, γιος του πλουσίου έμπορου Νικόλαου Δάρβαρη. Ο πατέρας του τον προόριζε για έμπορο, αλλά ο μικρός Δημήτριος έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στα γράμματα. Γι’ αυτόν τον λόγο, αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του, μετέβη σε ηλικία δώδεκα ετών στο Σεμλίνο (έναν από τους 17 δήμους που απαρτίζουν το σημερινό Βελιγράδι) για να συνεχίσει τις σπουδές του. Για τρία ολόκληρα χρόνια ο Δάρβαρης διδασκόταν την ελληνική, σλαβική και βουλγαρική γλώσσα, όπως επίσης ιστορία και γεωγραφία. Από τα ενδιαφέροντά του δεν θα μπορούσαν φυσικά να λείψουν τα αρχαία ελληνικά, τα οποία διδάχθηκε στο Neusatz κοντά στον φημισμένο δάσκαλο Γεώργιο Λεοντιάδη. Η αγάπη του για μάθηση συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Έχοντας την οικονομική δυνατότητα, μαθήτευσε κοντά σε μεγάλους Έλληνες δασκάλους εκείνης της εποχής (Κωνσταντίνο Ιωαννίτη, Μανασή Ηλιάδη κ.ά).
Ο Δάρβαρης ολοκλήρωσε τελικά τις σπουδές του στη Λειψία και στη συνέχεια, αφού για μικρό διάστημα παρέμεινε στη Βιέννη, επέστρεψε στο Σεμλίνο και ανέλαβε τη διεύθυνση του ελληνικού σχολείου. Για εννέα περίπου χρόνια αγωνίστηκε να αυξήσει το κύρος του σχολείου και να δώσει μια όσο γίνεται καλύτερη παιδεία στους μαθητές του. Το 1794 αποφασίζει να αφήσει το σχολείο και τη διεύθυνσή του και μετακινείται στη Βιέννη, για να εργαστεί ως λογοκριτής σλαβικών βιβλίων. Η προσπάθειά του όμως δεν είχε το επιθυμητό για τον ίδιο αποτέλεσμα. Παρ’ όλα αυτά η εγκατάστασή του στη Βιέννη έγινε μόνιμη, διευθύνοντας την εκεί ελληνική σχολή μέχρι τον θάνατό του, το 1823.
Εκτός από το διδασκαλικό του έργο ο Δάρβαρης ασχολήθηκε και με τη συγγραφή βιβλίων, ηθοπλαστικού κυρίως περιεχομένου, ενώ προχώρησε και σε μεταφράσεις έργων, θρησκευτικού και παιδαγωγικού περιεχομένου, από τα ρωσικά, γερμανικά και σλαβικά. Η μεταφραστική του ικανότητα τον ώθησε να μεταφράσει έργα και από τα ελληνικά σε ξένες γλώσσες, ενώ επιδόθηκε και στη μετάφραση έργων των αρχαίων κλασικών στην γλώσσα του λαού. Ο αδερφός του Ιωάννης ήταν αυτός που χρηματοδότησε σε μεγάλο βαθμό την έκδοσή τους, ενώ με τη διαθήκη του όρισε τα εκδοθέντα έργα του να διανεμηθούν δωρεάν στα ελληνορθόδοξα σχολεία της Αυστρίας. Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι ευρισκόμενος στην αυστριακή πρωτεύουσα συνεργάστηκε με τον Άνθιμο Γαζή στην έκδοση του ‘‘Λογίου Ερμή’’. Αναφέρουμε ενδεικτικά κάποια από τα έργα του, όπως: ‘‘Εισαγωγή εις την ελληνικήν γλώσσαν, περιέχουσα διαφόρους ελληνικούς διαλόγους πάνυ ωφελίμους, εις τρεις εκατονταετηρίδας διηρημένους’’ (Βιέννη 1802), ‘‘Πρόχειρος Αριθμητική’’, (Βιέννη, 1803), ‘‘Χρηστομάθεια απλοελληνική εις χρήσιν της νεολαίας του Γένους’’ (Βιέννη 1820).
Ανάμεσα σε αυτά τα έργα του ξεχωρίζει το ‘‘Αληθής οδός εις την ευδαιμονίαν, ήτοι λόγοι παραινετικοί τρεις …’’ το οποίο εξέδωσε το 1796 στη Βιέννη από το τυπογραφείο του Γεωργίου Βενδότη, ενός πρωτοπόρου τυπογράφου με καταγωγή από τη Ζάκυνθο. Πρόκειται για μία μετάφραση στη νεοελληνική τριών γνωστών κειμένων αρχαίων ελλήνων συγγραφέων· του ‘‘Περί παίδων αγωγής’’ του Πλουτάρχου, του ‘‘Προς Δημόνικον’’ του Ισοκράτη και του ‘‘Οικονομικού’’ του Ξενοφώντα. Επιλογικά ο Δάρβαρης έχει προσθέσει ‒ως Παράρτημα‒ ένα δικό του κείμενο, ‘‘Περί των καθηκόντων του ανδρογύνου’’ ειλημμένο από τα ‘‘Ηθικά Νικομάχεια’’ του Αριστοτέλη, «που εντάσσεται», όπως σημειώνει η Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «σε μια νέα τάση ενασχόλησης και προβληματισμού γύρω από τον γάμο και το οικογενειακό υπόβαθρο στο οποίο εδράζεται το περιβάλλον και η αγωγή του παιδιού.»
Αξίζει να παραμείνουμε στο Προοίμιο του βιβλίου, όπου διαγράφεται καθαρά η προσωπικότητα του Έλληνα δασκάλου και η αγωνία του για τον διαφωτισμό του υπόδουλου Γένους. Ο Δάρβαρης σημειώνει αρχικά τους λόγους εκείνους που τον οδήγησαν στο να μεταφράσει τα προειρημένα έργα. Και τα τρία κείμενα είναι επωφελέστατα και αναγκαία για όλους. Ειδικότερα το ‘‘Περί παίδων αγωγής’’ του Πλουτάρχου «διδάσκει τους κανόνας μιας ορθής και υγιούς ανατροφής των τέκνων», παρέχοντας συμβουλές στους γονείς για τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των παιδιών με σκοπό την κατάκτηση της ευτυχίας. «Διότι βάσις και θεμέλιον της καλοκαγαθίας και αληθούς ευδαιμονίας του ανθρώπου είναι ή καλή και υγιής Ανατροφή», υποστηρίζει ο Δάρβαρης, όπως «πηγή και βρύσις της κακίας και δυστυχίας η κακή και διεφθαρμένη (εν. ανατροφή).»
Η επιλογή του λόγου του Ισοκράτη ‘‘Προς Δημόνικον’’ έγινε γιατί ο Ισοκράτης παρέχει στους νέους «πολλάς επωφελείς νουθεσίας, και σωτηριώδεις διδασκαλίας, διά των οποίων τους προτρέπει μεν εις τα καλά, τους αποτρέπει δε από τα κακά, διδάσκων αυτούς, πώς να κυβερνώσιν εαυτούς φρονίμως» με σκοπό να ζήσουν μία όμορφη ζωή και να αποκτήσουν δόξα και τιμή από το κοινωνικό τους περίγυρο. Τέλος ο Δάρβαρης επέλεξε τρίτο κατά σειρά, τον ‘‘Οικονομικό’’ του Ξενοφώντα, επειδή «διδάσκει σοφώς και χαριέντως τους Οικοδεσπότας εν είδει διαλόγου τους κανόνας μιας καλής και φρονίμου Οικονομίας», τους οποίους αν υιοθετήσουν και σεβαστούν «θέλουσιν και την περιουσίαν των να αυξήσωσι, και τιμήν να αποκτήσωσι, και τους φίλους των να βοηθήσωσι, και την πατρίδα των να κοσμήσωσι, και όλον το γένος να ωφελήσωσι […]»
Και τα τρία αυτά κείμενα, καταλήγει ο συγγραφέας, θα βοηθήσουν τους νεαρούς βλαστούς να ξεφύγουν από την αμάθεια, να έρθουν σε επαφή με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και να διαμορφώσουν ένα σωστό ηθικό χαρακτήρα.
Στη συνέχεια του Προιμίου ο Δάρβαρης θα αναφερθεί στα δύο εκείνα αίτια που τον παρακίνησαν στη μετάφραση των συγκεκριμένων κειμένων. Ο πρώτος λόγος είναι «η μεγάλη αμέλεια των πολλών πατέρων». Τι έχει διαπιστώσει ο Δάρβαρης για να κάνει λόγο για αμέλεια των γονέων στην ανατροφή των τέκνων; Έχει διαπιστώσει πως οι γονείς, ενώ επιδεικνύουν μεγάλη φροντίδα «διά να έχωσιν οι υιοί των πολύν πλούτον», όταν πρέπει να μεριμνήσουν για την ανατροφή και την αγωγή που θα λάβουν τα παιδιά τους, επιδεικνύουν μεγάλη αμέλεια. Μάλιστα για να δείξει παραστατικότερα την αμέλεια των γονέων χρησιμοποιεί μια παρομοίωση: οι γονείς που αμελούν την αγωγή των παιδιών τους μοιάζουν «με εκείνους όπου θρέφουσιν άλογα, οίτινες δεν παιδεύουσιν αυτά να ήναι πειθήνια και χρήσιμα εις αυτούς, αλλά τοις δίδουσι μόνον πολλήν τροφήν διά να παχαίνωσιν και να κλοτζώσι· και ούτως έχουσι παχέα μεν άλογα, αλλά παντελώς άχρηστα εις τα έργα αυτών.» Επομένως ανατρέφουν τέκνα παντελώς άχρηστα για κάθε καλό έργο και ανώφελα για την κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα οι ευθύνες τους είναι μεγάλες, αφού αυτός που κληρονομεί στο παιδί του πλούτη, χωρίς όμως μόρφωση, παιδεία και αγωγή, στην ουσία αφήνει πίσω του «άθλιον και τρισάθλιον κληρονόμον», ενώ αυτός που φροντίζει να γίνει του παιδί «σοφόν και πεπαιδευμένον», αφήνει πίσω του ένα «μακάριον και τρισμακάριον κληρονόμον». Και ως ικανός χρήστης της ελληνικής γλώσσας που είναι, ενισχύει τον συλλογισμό του με μια σειρά ρητορικών ερωτήσεων: «ποία άλλη μεγαλητέρα χαρά δύναται να ήναι εις τον Πατέρα από το να βλέπη τον υιόν του προκομμένον και στολισμένον με πάσαν αρετήν; Ποία δε μεγαλυτέρα λύπη εις αυτόν από το να τον βλέπη απρόκοπον και διεστραμμένον;»
(συνεχίζεται)
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.