Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Το όνειρο του Ιγνατίου για την αναγέννηση της ελληνικής παιδείας και των γραμμάτων στο Βουκουρέστι άρχισε να υλοποιείται από τους πρώτους κιόλας μήνες της εγκατάστασής του ως μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας. Απευθυνόμενος στους μαθητές του Λυκείου Βουκουρεστίου, λίγο πριν την έναρξη των εξετάσεών τους, στις 7 Ιουλίου 1810, θα εξηγήσει τη σημασία του εγχειρήματός του: «Υποκάτω εις μίαν δίοικησιν βάρβαρον, όπως είναι εκείνη των Οθωμανών δεν ημπορούσατε να προσμένετε μίαν καλυτέραν τύχην από εκείνην των προγόνων σας.» Αλλά ευρισκόμενοι πλέον κάτω από την ρωσική προστασία «η Πατρίς (εν. το Βουκουρέστι) θέλει κατασταθή το κατοικητήριον των Μουσών και άλλαι Αθήναι.»
Τα όσα οι μαθητές του Λυκείου ζουν στη Σχολή, κατά τον Ιγνάτιο, δεν είναι παρά το προοίμιο των όσων θα ακολουθήσουν στη ζωή τους. Γι’ αυτό και τους ζητεί να επιδείξουν επιμέλεια, φιλοπονία, υπακοή στους λόγους των δασκάλων τους και ήθη χρηστά. Αν αγωνιστούν καλλιεργώντας αυτές τις αρετές, τότε σύντομα θα φθάσουν στο τέλος του αγώνα που θα είναι σίγουρα νικηφόρος.
Άλλωστε ως μαθητές αναλαμβάνουν ένα χρέος ιερό: «Αι Μούσαι δεν ελησμόνησαν την παλαιάν των κατοικίαν, τον Όλυμπον και τον Παρνασσόν. Εκεί θέλουν πάλιν επιστρέψει ύστερον από ένα τόσον μεγάλον γύρον, οπού έκαμον εις την Ευρώπην. Αν οι μαθηταί της Βλαχίας σταθούν ικανοί να τας συντροφεύσουν έως εκεί, οποία δόξα αιώνιος θέλει είναι δι’ αυτούς και πόσον μέγα κλέος διά την Βλαχίαν;» Και καταλήγει ο σύντομος αυτός λόγος με μια ευχή, ενδεικτική των προθέσεων και των πόθων του διαφωτιστή ιεράρχη: «Άμποτε να σας ίδη η Πατρίς μίαν ημέραν δαφνηφορούντας! Άμποτε να λάβουν διά σας οι γονείς σας και οι συμπολίται σας την ιδίαν χαράν και ευχαρίστησιν, οπού ελάμβανον άλλοτε οι γονείς και οι συμπολιταί των Ολυμπιονικών! Άμποτε να είπη η Πατρίς διά σας: Τοιούτοι είθε μοι και άλλοι πολλοί είεν υίες Αχαιών!!!»
Στον δεύτερο λόγο του, έναν χρόνο αργότερα (15 Ιουλίου 1811) ο Ιγνάτιος ευχαριστεί τους μαθητές του Λυκείου για τις επιδόσεις τους στις εξετάσεις. Μάλιστα η «Φιλολογική Εταιρεία» Βουκουρεστίου φρόντισε να ανταμείψει τους κόπους τους και να τιμήσει τους διακριθέντες μαθητές «με αργυρά νομίσματα». Αξίζει να σταθούμε για λίγο στο συγκεκριμένο απόσπασμα του λόγου. Ο Ιγνάτιος κατά βάθος δεν συμφωνεί με την παροχή χρηματικού βραβείου, αφού «άλλοτε έφθανεν είς κλώνος οποιουδήποτε φυτού ή είς απλούς της Πατρίδος έπαινος· τώρα πρέπει τα βραβεία να είναι εξαργυρωμένα.» Αναπολεί με νοσταλγία τον καιρό «όπου η αρετήν τόσον ετιμάτο και εκαταφρονούντο όσα σήμερον ημείς προτιμώμεν και σεβόμεθα.» Από την άλλη όμως δεν επιθυμεί να υποβαθμίσει και την αξία του βραβείου: «Αυτά τα νομίσματα, […] είναι τω όντι πολύτιμα, καθότι, μετά παρέλευσιν τόσων αιώνων, αυτοί είναι οι πρώτοι, οπού έτρεξαν της αρετής το στάδιον, και είναι οι πρώτοι οπού λαμβάνουν βραβεία, πράγμα, οπού θέλει κάμει εποχήν εις τα χρονικά της ιδίας των ιστορίας και άλλων πολλών εθνών.»
Ο λόγος του συνεχίζεται με κάποιες συμβουλές προς τους μαθητές για τη σωστή χρήση του πλούτου. Η ρητορική ερώτηση «τι ωφελεί ο πλούτος εις ανθρώπους, οπού δεν ηξεύρουν να τον μεταχειρισθούν;» αποκαλύπτει την επικριτική στάση του ιεράρχη απέναντι στους φιλοχρήματους. Η απάντησή του στο ερώτημα αυτό προσδιορίζει τον πραγματικό πλούτο που πρέπει να κυνηγάνε οι άνθρωποι: «ο πλούτος της αρετής και της σοφίας.» Αυτός που πλουτίζει πνευματικά «δεν αποθνήσκει, αλλά ζη αιωνίως εις την ιστορίαν και εις τα ιδία του συγγράμματα.»
Το τελευταίο μέρος του λόγου του επικεντρώνεται στη σημασία που έχει η πνευματική καλλιέργεια ακόμη και κατά την περίοδο πολέμου. Η μάθηση και η γνώση αποτελούν απαραίτητα εφόδια του ηγέτη. Ο σοφός ηγέτης έχει με το μέρος του τις Μούσες, συνδράμεται από τις επιστήμες και τις τέχνες, ενώ οι βάρβαροι λαοί υποτασσόμενοι στην εξουσία του «ωφελούνται με νόμους σοφούς και με των φώτων την εισαγωγήν εις τους τόπους των.» Παράδειγμα τέτοιου άντρα είναι κατά τον Ιγνάτιο, ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος, στο πρόσωπο του οποίου ο ιεράρχης βλέπει τον άνθρωπο που θα κατατροπώσει τους Οθωμανούς και θα βοηθήσει στην απελευθέρωση της Ελλάδας. «Οι νέοι της Δακίας», καταλήγει ο Ιγνάτιος, «καταγινόμενοι όλως διόλου εις την παιδείαν μανθάνουν να σέβωνται την διοίκησιν, να αγαπούν την πατρίδα και να είναι εις τον εαυτόν τους και την κοινωνίαν ωφέλιμοι.»
Τέλος, ο ενθρονιστήριος λόγος του Ιγνατίου υπακούει σε μια άλλη λογική. Διορισμένος μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας από τη ρωσική Σύνοδο στέκεται ιδιαίτερα στον ρόλο του ποιμένα που αναλαμβάνει ερχόμενος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, και στις ευθύνες που απορρέουν από την ανάληψη του εκκλησιαστικού αυτού αξίωματος. Από τις πρώτες κιόλας λέξεις του λόγου του φροντίζει να κάνει έκδηλα τα συναισθήματα χαράς που κατακλύζουν την ύπαρξή του: «Δεν ημπορώ να εξηγήσω την χαράν οπού σήμερον μέ επροξένησεν η απόλαυσις του πολλά μοι αγαπητού ποιμνίου». Μια χαρά που πηγάζει από το γεγονός ότι αναλαμβάνει τη διαποίμανση μιας επαρχίας «όπου το σώμα των ευγενών είναι τόσον λαμπρόν, τόσο φωτισμένον», ενώ πολλοί είναι και οι «πεπαιδευμένοι αγαθοί, χρήσιμοι εις την Πατρίδα και άξιοι διά να ελκύσουν την προσοχήν ενός καλού ποιμένος» άνδρες. Επομένως δική του μέριμνα και καθήκον είναι να δει ταυτόχρονα και τον κλήρο ττης επισκοπικής του περιφέρειας «φωτισμένον και άξιον διά μίαν τοιαύτην λαμπράν μητρόπολιν».
Αλλά οι ευθύνες και τα καθήκοντά του δεν περιορίζονται μόνον στον φωτισμό του κλήρου της επαρχίας του που σημαίνει κατ’ επέκταση και διαφώτιση του λαού, αφού οι μορφωμένοι κληρικοί είναι βέβαιο ότι θα συνδράμουν στην πνευματική καλλιέργεια του λαού του Θεού. Επεκτείνονται και στον ίδιο, που πρέπει να είναι υπόδειγμα αρχιερέως· «να επαγρυπνώ και να προκινδυνεύω πάντοτε διά την σωτηρίαν του, να μη θεωρώ τον λύκον ερχόμενον και να φοβούμαι· να φεύγω ως μισθωτός και ως ουκ ων ποιμήν, αλλ’ ως ποιμήν καλός να εκθέτω την ψυχήν μου πάντοτε υπέρ των ιδίων μου προβάτων.»
Η συνέχεια του λόγου περιέχει κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία τα οποία αξιοποιεί για να εκφράσει τη μεγάλη του ευγνωμοσύνη στον τσάρο Αλέξανδρο, που εισηγήθηκε την τοποθέτησή του σε μια τόσο μεγάλη μητρόπολη και επαρχία. Όταν δηλαδή βρέθηκε διωκόμενος από την πατρίδα του και τη μητρόπολη του στη Ρωσία, ο τσάρος τον αγκάλιασε και τον προστάτευσε, ενώ το τσαρικό σκήπτρο έγινε η ασπίδα που απώθησε κάθε είδους κίνδυνο.
Γι’ αυτό αποδέχεται με ακόμη μεγαλύτερη συναίσθηση των ευθυνών του την εμπιστευθείσα από τη Σύνοδο μητρόπολη. Από τη θέση αυτή δεν θα σταματήσει να παραγγέλλει αδιάλειπτα στους πιστούς να έχουν «αγάπην και πίστιν τελείαν προς τον Θεόν, αγάπην εις το πλησίον»· να τρέφουν «αισθήματα ευγενή, αισθήματα φιλοσοφικά και χριστιανικά, αισθήματα, οπού να ανήκουν εις την ευγένειαν και προκοπή» τους· να φροντίσουν τέλος να έχουν ομόνοια μεταξύ τους, το μοναδικό μέσο για την απόκτηση της ευτυχίας.
Ο ενθρονιστήριος λόγος τελειώνει με την επίκληση προς τον Θεό να ενισχύσει τα ρωσικά στρατεύματα στον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών και την ευχή «να αντιβοήση ο Βόσπορος και ο Ελλήσποντος υπό τον κρότον των αυτοκρατορικών όπλων, και να κλονισθή ο υπερήφανος Ναβουχοδονόσορ (εν. ο Σουλτάνος) επάνω εις αυτόν τον ίδιον θρόνον», μια ευχή που εξέφραζε την πίστη όχι μόνο του Ιγνατίου, αλλά και πολλών Ελλήνων ότι η Ρωσία είναι η δύναμη εκείνη στην οποία μπορούν να ελπίζουν οι Έλληνες για να απελευθερωθούν.
Αλλά η Ιστορία απέδειξε ότι μόνον όταν οι Έλληνες στηρίχτηκαν στις δικές τους δυνάμεις, πέτυχαν αυτό που αιώνες επιθυμούσαν διακαώς, την απελευθέρωση δηλαδή από τον τουρκικό ζυγό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Παναγιώτης Μιχαηλάρης-Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Κληρικοί στον Αγώνα, [Ιστορική Βιβλιοθήκη-15], Αθήνα 2010.
Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης, Ιγνάτιος Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας (1766-1828), [Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας], τόμος 4ος, τεύχος 2ο, Αθήνα 1961.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.