Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Τον Οκτώβριο του 1822 ένα ακόμη περιστατικό συνέβαλε στην εδραίωση της Ελληνικής επανάστασης. Ήταν η στάση των γενίτσαρων στην Κωνσταντινούπολη εναντίον του Σουλτάνου. Η στάση αυτή διαφαινόταν στον ορίζοντα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αφού ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ διαπίστωνε καθημερινά πως η κατάσταση στο εσωτερικό άρχισε να εκτροχιάζεται ειδικά μετά την επανάσταση των Ελλήνων.
Προκειμένου να σταματήσει τον διαφαινόμενο κατήφορο της πάλαι ποτέ ακμάζουσας αυτοκρατορίας σκέφθηκε μεταξύ άλλων την αναδιάρθρωση του οθωμανικού στρατού με πρώτο μέτρο τη διάλυση του τάγματος των γενίτσαρων. Κάτι τέτοιο όμως δεν ήταν εύκολο να πραγματοποιηθεί. Οι γενίτσαροι ήδη είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Το 1808 ήταν άλλωστε αυτοί που συνέβαλαν ουσιαστικά στην εκθρόνιση του Σελήμ Γ΄ και στην άνοδο του Μαχμούτ Β΄. Η συμμετοχή τους στα παραπάνω γεγονότα τους ωθούσε πλέον σε απείθεια στις σουλτανικές διαταγές και τις διαταγές των τακτικών στρατευμάτων της αυτοκρατορίας.
Ο Μαχμούτ που έβλεπε τα πράγματα να οδηγούνται σε αδιέξοδο, αποφάσισε να στραφεί εναντίον τους. Όταν όμως οι γενίτσαροι πληροφορήθηκαν τις προθέσεις του στασίασαν και, όπως σημειώνει ο Τρικούπης κάποιοι από αυτούς «έφεραν άνω κάτω την βασιλεύουσαν, επάτησαν οίκους και εργαστήρια, ήρπασαν γυναίκας και περιουσίας, έσφαξαν Χριστιανούς και Εβραίους, έσφαξαν και Τούρκους, ους υπώπτευαν εναντίους των […]» Ο έμπιστος σύμβουλος του Σουλτάνου, ο Χαλέτ εφέντης, ήταν αυτός που ανέλαβε να καταστείλει την στάση τους. Αν και υπήρχαν τμήματα γενίτσαρων που δεν έλαβαν μέρος στις βιαιοπραγίες και μπορούσαν να κινητοποιηθούν εναντίον των στασιαστών, ο Χαλέτ εφέντης έκρινε πως ήταν καλύτερο να μεταφέρει στρατεύματα από τις ασιατικές ακτές για την αντιμετώπισή τους.
Η μεταφορά των στρατευμάτων από τις ασιατικές ακτές ερέθισε ακόμη περισσότερο τους εξαγριωμένους γενίτσαρους. Ο σουλτάνος δεν ήταν βέβαιος για την αποτελεσματικότητα της ενέργειας του Χαλέτ εφέντη και έτρεμε «μη υπερισχύσωσιν οι αποστάται και πάθη και αυτός.» Τελικά τα πιστά σε αυτόν στρατεύματα υπερίσχυσαν και έπνιξαν την στάση των γενίτσαρων στο αίμα. Γράφει ο Τρικούπης: «Διακόσιοι γενίτσαροι εφονεύθησαν κατά την αλληλομαχίαν εκείνην, πολλοί απεκεφαλίσθησαν μετά την μάχην, πάμπολλοι ερρίφθησαν εις την θάλασσαν, άλλοι εξωρίσθησαν εις Ασίαν, και αι φυλακαί όλαι της βασιλευούσης εγέμισαν.»
Οι γενίτσαροι αποδυναμωμένοι αποσύρθηκαν, αλλά στο μυαλό τους κυριαρχούσε μια και μόνο ιδέα, το πώς θα πάρουν δηλαδή εκδίκηση για όσα υπέστησαν από τις σουλτανικές αρχές, για την σκληρότητα με την οποία ο Σουλτάνος κατέστειλε τη στάση, για τη δυσπιστία προς το σώμα τους και για την χρήση άλλων στρατευμάτων που στάλθηκαν εναντίον τους. Πιο πολύ όμως τους ενδιέφερε να εκδικηθούν τον Χαλέτ εφέντη, τον πρωτεργάτη της καταστολής, ο οποίος απολάμβανε την πλήρη εμπιστοσύνη του Σουλτάνου μετά την επιτυχία του. Στην επιθυμία τους για εκδίκηση βάρυνε και η εχθρική στάση του Χαλέτ εφέντη απέναντι στον Αλή πασά. Ο Χαλέτ ήταν ο μόνος που είχε συνταχθεί με τον Μαχμούτ για πόλεμο εναντίον του Αλή πασά. Οι γενίτσαροι, όπως σημειώνει ο Δ. Κόκκινος (Ελληνική Επανάστασις, τόμος Α΄, αθήνα 1967σ. 246), «έβλεπαν εις την καταστροφήν του Αλή τον πρόλογον του ιδίου των αφανισμού.»
Άρχισαν λοιπόν να σιγοψιθυρίζουν εναντίον του Χαλέτ εφέντη και, όταν είδαν πως ο Σουλτάνος παραμένει απαθής συνέχισαν να εκδηλώνουν την αντίδραση τους προς το πρόσωπό του μεγαλόφωνα μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Στα μέσα του Οκτώβρη 1822 οι επικεφαλής του σώματος κατηγόρησαν τον Χαλέτ εφέντη ως υπαίτιο «όλων των απειλούντων την αυτοκρατορίαν κακών» και ζητούσαν επιτακτικά την καθαίρεσή του.
Ο Μαχμούτ, φοβούμενος νέα κίνηση των γενίτσαρων, αποδέχθηκε τα αιτήματά τους και προχώρησε στην καθαίρεση του Μεγάλου Βεζίρη και του Μουφτή της Κωνσταντινούπολης, που ήταν φίλοι και συνεργάτες του Χαλέτ εφέντη, ενώ τον πρώην σύμβουλό του τον εξόρισε στην Προύσα. Στις θέσεις τους μάλιστα φρόντισε να προωθήσει ανθρώπους που ήταν φιλικά προσκείμενοι προς τους γενίτσαρους. Παράλληλα ο Σουλτάνος προχώρησε σε εκκάθαριση της σουλτανικής αυλής από όλα εκείνα τα πρόσωπα που είχαν σχέσεις με τον Χαλέτ εφέντη, εξορίζοντάς τους «ως χαλετίζοντες.»
Βλέποντας οι γενίτσαροι τον Σουλτάνο να υποχωρεί και να συγκατανεύει στις απαιτήσεις τους αποθρασύνθηκαν και απαίτησαν να δεχθεί κάποιους από το σώμα τους ως μέλη του συμβουλίου του. Και πάλι ο σουλτάνος υποχώρησε ικανοποιώντας και αυτή τους την απαίτηση. Κυρίαρχοι πλέον της κατάστασης οι γενίτσαροι προχώρησαν ακόμη περισσότερο. Ζήτησαν από τον Μαχμούτ να εκτελέσει τον Χαλέτ εφέντη, τον Μεγάλο Βεζίρη και τον Μουφτή, για να τους εκδικηθούν για την σφαγή που είχαν διατάξει εναντίον τους μετά την καταστολή του στασιαστικού κινήματος και τη σχεδιαζόμενη διάλυση του σώματός τους.
Ο σουλτάνος συγκατένευσε και σ’ αυτό το αίτημα. Απεσταλμένοι του εκτέλεσαν τους δύο έκπτωτους αξιωματούχους του στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στρατιωτικό σώμα αναζήτησε τον Χαλέτ εφέντη στην εξορία για να εκτελέσει τη σουλτανική εντολή. Ο Χαλέτ εφέντης είχε όμως πληροφορηθεί την εντολή του Σουλτάνου και περίμενε με ένα γυμνό μαχαίρι στο χέρι του τους στρατιώτες, αρνούμενος να παραδοθεί. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος τον πυροβόλησε τραυματίζοντάς τον και στη συνέχεια, όπως αφηγείται ο Κ. Ράμφος (Χαλέτ Εφέντης, σ. 406) «έτεμε την κεφαλήν του και φέρων αυτήν ανά χείρας, κατέβη προ της θύρας του Τεκκέ πλατείαν, την έπλυνεν εις την κρήνην καθαρίσας αυτήν και την εταρίχευσεν, είτα θέσας αυτήν εντός δερματίνης πήρας» έφυγε για την Κωνσταντινούπολη.
Στις 22 Νοεμβρίου 1882 το ταριχευμένο κεφάλι του Χαλέτ εφέντη, των άλλων δύο Οθωμανών αξιωματούχων, αλλά και κάποιων φίλων του άτυχου μυστικοσυμβούλου «εστηλώθησαν επί των πυλώνων του παλατίου» για δώδεκα ολόκληρες μέρες. Και όταν κάποιος περαστικός ρωτούσε να μάθει για ποιο λόγο εκτίθενται τα αποκεφαλισμένα κεφάλια και ειδικότερα του Χαλέτ εφέντη που βρισκόταν τοποθετημένο σε ασημένιο δίσκο, έπαιρνε την εξής απάντηση: «Είναι η κεφαλή του εχθρού των Γενιτσάρων» (Ράμφος, Χαλέτ Εφέντης, σ. 406).
Ο Μαχμούτ όμως δεν άφησε τελικά τους γενίτσαρους να συνεχίσουν να δρουν ανεξέλεγκτοι. Είχε αντιληφθεί τη δύναμη τους και έκρινε αναγκαία την αποδυνάμωσή τους. Με μεθοδικό τρόπο σχεδίασε και προχώρησε στη διάλυση του σώματός τους. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1826) στις εκκαθαρίσεις που έμειναν γνωστές στην ιστορία ως «Ευοίωνον γεγονός» (Vaka–I hairiye), 15000 γενίτσαροι εκτελέστηκαν και τα τάγματά τους διαλύθηκαν εξαπαντός. Τα νέα τακτικά στρατιωτικά σώματα που άρχισαν να δημιουργούνται με σκοπό την καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης και την επανάκτηση των χαμένων εδαφών απέτυχαν και αυτά παταγωδώς. Η Επανάσταση είχε εδραιωθεί και η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ήταν πολύ κοντά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδοσις δευτέρα, επιθεωρηθείσα και διορθωθείσα, τόμος Β΄, εν Λονδίνω 1861.
Γρηγόρης Ζώρζος, ‘‘Γενίτσαροι. Μύθος και Πραγματικότητα’’, Αρχαιολογία και Τέχνες 99 (Ιούνιος 2006), 58-64.
Κ. Ράμφος, Ο Χαλέτ Εφέντης, Κωνσταντινούπολις 1909.
Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμος Α΄, εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1967.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.