Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Ένα από τα σημαντικότερα κείμενα που έχουν γραφεί για την Ελληνική Επανάσταση είναι η «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» από τον Μεσολογγίτη πολιτικό Σπυρίδωνα Τρικούπη. Σε προηγούμενα φύλλα της εφημερίδας παρουσιάσαμε τον Τρικούπη ως ρήτορα. Θα ήταν παράλειψη να μην δούμε και μια άλλη πλευρά της πολυσχιδούς αυτής προσωπικότητας, του Τρικούπη ως ιστορικού. Ο ίδιος θεωρούσε χρέος του να καταγράψει τα όσα διαδραματίστηκαν κατά την περίοδο του Αγώνα, όχι όμως ως απομνημονευματογράφος, αλλά ως ιστορικός. Σημειώνει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή της δεύτερης έκδοσης του ογκώδους αυτού έργου: «Αν παντός έθνους ιστορικός χρεωστή να είπη εν παντί καιρώ την αλήθειαν, χρεωστεί υπέρ πάντα άλλον και υπεράλλοτε να την είπη ο εν τοις σημερινοίς καιροίς συγγράφων την ιστορίαν της ελληνικής επαναστάσεως Έλλην και να δείξη δι’ αυτών των πραγμάτων προς τους πασιφανώς οργώντας προς την ελευθερίαν ομογενείς και ομοπίστους ποία τα αιρετά και επαινετά, και ποια τα φευκτά και μεμπτά […]»
Ως ιστορικός που έχει σκοπό να υπηρετήσει την αλήθεια, καταγράφει τα γεγονότα αντικειμενικά, γιατί φιλοδοξία του είναι οι νεότερες γενιές να μπορούν να πορευτούν με ασφάλεια στο παρόν και στο μέλλον αποφεύγοντας τις κακοτοπιές του παρελθόντος. Και σε αυτήν την πορεία ενός λαού δεν υπάρχει καλύτερος οδηγός από την Ιστορία.
Καταγράφει, λοιπόν, όχι μόνον τις ένδοξες πράξεις και τις θυσίες των αγωνιζόμενων Ελλήνων, αλλά και τις συμπεριφορές εκείνες που πρέπει να αποτελέσουν παράδειγμα προς αποφυγή για τις μελλοντικές γενιές. Στις δεύτερες ανήκει και το εξής παράξενο περιστατικό που διέσωσε και περιέγραψε στην ‘‘Ιστορία’’ του.
Βρισκόμαστε στον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης. Οι επαναστατημένοι είναι έτοιμοι να απελευθερώσουν το Ναύπλιο, όταν ανέκυψε, όπως γράφει ο Τρικούπης, «το εξής θρησκευτικόν ζήτημα». Πολλοί Έλληνες «ζήλω θρησκευτικώ κινούμενοι» βάπτιζαν πολλούς από τους αιχμαλώτους Τούρκους με ή χωρίς τη θέλησή τους χριστιανούς. Η τότε ελληνική κυβέρνηση, το λεγόμενο Εκτελεστικό, με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, μόλις πληροφορήθηκε την πρωτοφανή αυτή πράξη, αντέδρασε άμεσα και την απαγόρευσε. Η Πελοποννησιακή Γερουσία, όμως, στάθηκε πιο επιεικής και θεώρησε ότι μπορούσε να επιτραπεί η βάπτιση μουσουλμάνων ως πράξη φιλανθρωπίας, «διότι εν μέσω τόσων αιματοχυσιών» η βάπτιση των αλλοδόξων θα καταστήσει τους Έλληνες φιλανθρωπότερους «προς τους διά της θείας βαπτίσεως αναγεννωμένους Μωαμεθανούς.» Μάλιστα, πρότεινε στην κυβέρνηση να διατάξει, μέσω του Υπουργείου Εκκλησιαστικών, τους αρχιερείς και τους ιερείς να βαπτίζουν όποιους μουσουλμάνους προσέρχονται οικειοθελώς, με την απαραίτητη προϋπόθεση να προηγηθεί μια περίοδος-σύντομη-κατηχήσεως.
Υπουργός επί των Εκκλησιαστικών εκείνο το διάστημα ήταν ο επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ (1770-1844), πρώτος μινίστρος της Θρησκείας και του Δικαίου της ελευθέρας Ελλάδος, «φιλάνθρωπος ως και τις άλλος» ο οποίος αποδέχθηκε τους λόγους για τους οποίους η Πελοποννησιακή Γερουσία πρότεινε κάτι τέτοιο, αλλά δεν μπορούσε να εγκρίνει την υποχρεωτική βάπτιση και αντιπρότεινε «να βαπτίζωνται μόνον οι εντός του δωδεκάτου έτους άρρενες, αλλά και ούτοι συναινέσει των γονέων», όπως και νεαρές μουσουλμάνες που θα επιθυμούσαν να γίνουν χριστιανές.
Η πρόταση του Υπουργού και Επισκόπου Ιωσήφ συζητήθηκε στο Βουλευτικό, αλλά απορρίφθηκε. Το Βουλευτικό αποφάσισε πως η του Χριστού Εκκλησία έπρεπε να δέχεται «άπαντας τους μετά πίστεως και εκουσίως προσερχομένους άνδρας και γυναίκας πάσης ηλικίας», εφόσον επιθυμούσαν να ασπαστούν τον Χριστιανισμό, «ως αν ήτον η πίστις επί των άκρων των χειλέων», όπως δεικτικά σχολιάζει ο ιστορικός. Στην απόφαση αυτή διαφαίνεται η διάθεση από πλευράς Βουλευτικού να δώσει ένα κίνητρο στους μουσουλμάνους να αποφύγουν τα όποια δεινά θα προέκυπταν γι’ αυτούς αν παρέμειναν στην ελευθερωμένη πια από τους Έλληνες Πελοπόννησο ή Στερεά Ελλάδα αρνούμενοι τη θρησκεία τους. Η βάπτισή τους δηλαδή, δεν θα ήταν μια συνειδητή πράξη, αλλά μια πράξη συμφεροντολογική που θα εξυπηρετούσε και τις δύο πλευρές, όπως υπολόγιζε το Βουλευτικό· οι εκχριστιανισθέντες μουσουλμάνοι από τη μια δεν θα διέτρεχαν πια κανένα κίνδυνο για τη ζωή τους, ενώ η ελληνική κυβέρνηση θα εξασφάλιζε την αναγκαία ηρεμία στο εσωτερικό.
Δεν αντιλαμβάνονταν όμως οι υποστηρικτές της υιοθέτησης αυτού του μέτρου τον μεγάλο κίνδυνο στον οποίο έβαζαν την Επανάσταση. Οι μουσουλμάνοι που θα επέλεγαν από υπολογισμό του συμφέροντος να βαπτισθούν χριστιανοί θα εξελίσσονταν σε «Δούρειο Ίππο» για την Επανάσταση. Όντας θανάσιμοι εχθροί «και της πίστεως και της ελευθερίας των Ελλήνων», θα είχαν πλέον τη δυνατότητα -«διά του καθ’ υπόκρισιν Χριστιανισμού» να παρεισφρύσουν στις πολιτικές ή στρατιωτικές υπηρεσίες της Ελληνικής Διοίκησης και να υπομονομεύσουν εκ των έσω την Επανάσταση και την προσπάθεια εδραίωσής της.
Άλλωστε, κατά τον ιστορικό, δεν λείπουν και τα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την παραπάνω προβαλλόμενη ένσταση. Μετά την προσωρινή απελευθέρωση της Λιβαδειάς δεν ήταν λίγοι οι Οθωμανοί που συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από τους επαναστάτες και για να γλυτώσουν βαπτίστηκαν Χριστιανοί. Όταν όμως η πόλη κατελήφθη εκ νέου από τα στρατεύματα του Κιοσέ Μεχμέτ και του Ομέρ Βρυώνη, τον Ιούνιο του 1821, οι πρώην μουσουλμάνοι και νυν Χριστιανοί Τούρκοι Λιβαδιώτες «απέπτυσαν το βάπτισμα και εμάνησαν κατά των Χριστιανών έτι μάλλον ως βιασθέντες εξ όσων έπασχαν να εξομόσωσιν.» Επομένως δεν έπρεπε η Ελληνική Διοίκηση για κανέναν λόγο να προχωρήσει σε μια τέτοια αμφιλεγόμενη ενέργεια.
Και όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιου είδους περιστάσεις το συγκεκριμένο ζήτημα -που δεν έπρεπε καν να τεθεί ως ζήτημα-, αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων και διενέξεων μεταξύ των Ελληνων, και ειδικότερα μεταξύ του Εκτελεστικού και του Βουλευτικού. Τελικά μετά «από ικανήν λογομαχίαν», όπως σημειώνει ο Τρικούπης, υπερίσχυσαν «αι παρατηρήσεις του νομοτελεστικού (:Εκτελεστικού)», τις οποίες ο μεσολογγίτης ιστορικός χαρακτηρίζει «συνεταί και ως χριστιανικαί και ως πολιτικαί». Έτσι, σύμφωνα με την απόφαση που πήραν, μπορούσαν πλέον να βαπτιστούν ορθόδοξοι και να «αναγεννώνται διά της θείας κολυμβήθρας μόνον οι εντός του δωδεκάτου έτους προσερχόμενοι άρρενες», με την προηγούμενη σύμφωνη συγκατάθεση των γονέων τους, αλλά και οι μουσουλμάνες γυναίκες κάθε ηλικίας. Στην παραγματικότητα το Εκτελεστικό δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να υιοθετήσει την πρόταση του Μινίστρου της Θρησκείας και επισκόπου Ανδρούσης Ιωσήφ
Το ζήτημα της βάπτισης των Οθωμανών είχε λυθεί, χωρίς να προκαλέσει κάποιου άλλου είδους παρενέργεια στην έκβαση της Επανάστασης. Απέδειξε όμως για μια ακόμη φορά την ευκολία με την οποία οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να διαιρεθούν για ασήμαντα θέματα, σε στιγμές τόσο κρίσιμες για την επιτυχή εξέλιξη του Αγώνα. Δυστυχώς λίγο αργότερα η ίδια η πραγματικότητα απέδειξε την σκληρή αυτή αλήθεια με τους δύο εμφυλίους που επακολούθησαν, κατά την περίοδο 1823-1825, και λίγο έλειψε να οδηγήσουν στην κατάπνιξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο από τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.