Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Η ιδέα της ελευθερίας συνέπαιρνε τον φωτισμένο δάσκαλο. Άοκνος εργάτης, κατά τον Αλέξανδρο Ρίζο-Ραγκαβή, προετοίμαζε τις ψυχές των Ελλήνων για την επιτυχία του ιερού σκοπού. Η Σχολή του Βουκουρεστίου είχε μετατραπεί σε άμβωνα των κυρηγμάτων του υπέρ της ελευθερίας. Θυμάται ο Ραγκαβής τον δάσκαλό του να κλείνει την πόρτα του σχολείου και να μιλάει με πάθος στους μαθητές του για την Ελλάδα, που ήταν η «διδάσκαλος και κορωνίς των εθνών, όταν έλαμπε επ’ αυτής ο ήλιος της ελευθερίας, και πως κατέστη των λαών χλεύη και εξουθένημα, αφ’ ότου υπέκυψεν εις δουλείας ζυγόν.» Σε αυτό το σημείο ο Γεννάδιος δεν άντεξε και δάκρυα συγκίνησης άρχισαν να τρέχουν από τα φλογισμένα μάτια του, ενώ ενθουσιασμένοι οι νεαροί Έλληνες χειροκροτούσαν ασταμάτητα τον δάσκαλό τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο καλλλιεργούσε ο φωτισμένος Έλληνας την «υποδοχήν της ελευθερίας» στις ψυχές των Ελληνοπαίδων της Βλαχίας.
Και το έργο του δεν άργησε να αποδίδει καρπούς. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο Γεώργιος Γεννάδιος τέθηκε επικεφαλής των μαθητών της Σχολής, του γνωστού Ιερού Λόχου, για να τους οδηγήσει στον ένοπλο αγώνα. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης όμως δεν τον άφησε να συνεχίσει. Ίσως αντιλήφθηκε πως ο Γεννάδιος αν και εξαιρετικός ως δάσκαλος, υστερούσε σε στρατιωτικές ικανότητες. Γι’ αυτό τον έστειλε στην Τρανσυλβανία «προς στρατολογίαν, και προς συλλογήν εφοδίων και συνδρομών.» Έτσι ο Γεννάδιος δεν ήταν παρών στη μάχη του Δραγατσανίου (7 Ιουνίου 1821) με τη γνωστή τραγική κατάληξη που αυτή είχε. Αναγκασμένος όμως να γλιτώσει από την εκδικητική μανία των Οθωμανών κατέφυγε αρχικά στη Ρωσία και στη συνέχεια στη Δρέσδη, όπου μάλιστα σκόπευε να σπουδάσει την επιστήμη της θεολογίας.
Η επιλογή του Γενναδίου να σπουδάσει θεολογία, τη στιγμή που ξεσπούσε ο Αγώνας στην Πελοπόννησο και στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο δεν έγινε τυχαία. Ο Ηπειρώτης δάσκαλος διέβλεπε πως μετά τον αγώνα μετά όπλα θα ακολουθήσει ένας διαφορετικός αγώνας, πιο δύσκολος, «κατά της αμαθείας και βαρβαρότητος». Σε αυτόν τον αγώνα έκρινε πως έπρεπε να ριχτεί, αλλά ενδυόμενος πρώτα το ράσο του κληρικού. Ο ιερέας, «ως αυτός τον εννόει», δεν έπρεπε να περιορίζεται στην τέλεση μόνο των θρησκευτικών ιεροπραξιών, αλλά οφείλει «τύπος να γίνεται των πιστών, και να τους ποδηγετή εις την οδόν του καθήκοντος και της σωτηρίας. Τοιούτος μορφούμενος ο ιερεύς εν Ελλάδι […] δύναται, εάν η κατηρτισμένος δι’ αγίου πνεύματος και διά παιδείας, μόνος αυτός να καταγωνισθή την αμάθειαν, να συνετίση τον νουν, να μαλάξη τας καρδίας, ν’ αναμορφώση τα ήθη, και το έθνος […] να καταστήση άξιον της ελευθερίας.» Οι ραγδαίες εξελίξεις όμως στο στρατιωτικό μέτωπο του Αγώνα δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει τον σκοπό του.
Το 1824 ο Γεννάδιος έρχεται στην Ελλάδα με σκοπό να ιδρύσει σχολείο στην Αθήνα. Βλέποντας τους συμπατριώτες του να μάχονται με ένα όπλο στο χέρι, αφήνει προς το παρόν στην άκρη το σχέδιο του για ίδρυση σχολείο και, αφού «έλαβεν εις την αγύμναστον χείρα το πυροβόλον», ακολούθησε τον γάλλο φιλέλληνα και στρατιωτικό Φαβιέρο στην αποτυχημένη εκστρατεία της Καρύστου (1826). Έκτοτε δεν ξανάπιασε όπλο στο χέρι του και επέστρεψε στην υπηρεσία των Μουσών.
Αν και βασικό του μέλημα στο εξής ήταν η εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων, δεν έμεινε ανενεργός και έτρεχε με προθυμία να προσφέρει τις υπηρεσίες και τις πολύτιμες συμβουλές του. Χαρακτηριστικό το παράκατω παράδειγμα που διασώζει ο Ραγκαβής. Τον Ιούνιο του 1826 η κατάσταση στο Ναύπλιο ήταν ένα βήμα προτού ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Οι πρόσφυγες που συνέρρευσαν στο Ναύπλιο, όσοι σώθηκαν μετά την ηρωϊκή Έξοδο του Μεσολογγίου περιφέρονταν άστεγοι και πεινασμένοι εντός της πόλης, ενώ η κυβέρνηση «ην εν απορία εσχάτη, το ταμείον κενόν, και δεινή των πραγμάτων η θέσις.» Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, όταν κατέφθασαν απειλητικοί «πειναλέοι στρατιώται» που ζητούσαν να πληρωθούν τα οφειλόμενα. Μπροστά στον κίνδυνο γενικευμένης αναρχίας ο Γεννάδιος εμφανίστηκε στο συγκεντρωμένο πλήθος και με δυνατή φωνή τους παρακίνησε να συνεισφέρουν όλοι στον κοινό αγώνα. Και πρώτος ο ίδιος «εκένωσε κατά γης το ισχνόν διδασκαλικόν του βαλάντιον» διαθέτοντας το περιεχόμενό του στον ιερό σκοπό.
Δεν σταμάτησε όμως εδώ. Συνέχισε με την εξής συγκινητική προσφορά: «Οβολόν άλλον δεν έχω να δώσω, αλλ’ έχω εμαυτόν, και ιδού τον πωλώ! Τίς θέλει διδάσκαλον επί τέσσαρα έτη διά τα παιδία του; Ας καταβάλη ενταύθα το τίμημα!» Τα λόγια του ήταν αρκετά για να πείσουν και τον πλέον δύσπιστο. Όλοι έδωσαν με προθυμία ό, τι μπορούσαν· ακόμη και αυτοί οι πεινασμένοι στρατιώτες που πριν από λίγο διαμαρτύρονταν. Έτσι «εν μικρώ χρόνω συνελέγη ποσότης επαρκής προς θεραπείαν των πρώτων και μάλλον επειγουσών αναγκών.» Την επόμενη μάλιστα μέρα αποφασίστηκε να προσέλθουν στις εκκλησίες της πόλης οι γυναίκες και να προσφέρουν κι αυτές στον αγώνα τα κοσμήματά τους.
Ο Γεννάδιος από τα ξημερώματα περίμενε έξω από τον ναό του Αγίου Γεωργίου την εμφάνιση των γυναικών. Δεν εμφανίσθηκε όμως καμία, ούτε στον Άγιο Γεώργιο ούτε στις υπόλοιπες εκκλησίες της πόλης. Γεμάτος αγανάκτηση ο αγνός αυτός δάσκαλος και πατριώτης απευθύνθηκε στους μαθητές των δημοτικών σχολείων που έτυχε να βρίσκονται εκεί, και κατήγγειλε τις μητέρες τους για τη συμπεριφορά τους και την αδιαφορία τους, «φειδωλευόμεναι ολίγου χρυσίου.» Το κήρυγμά του είχε αποτελέσματα και αφύπνισε τις Ελληνίδες του Ναυπλίου. Μεταμελημένες έφερναν στις εκκλησίες του Ναυπλίου όχι μόνο κοσμήματα και διάφορα άλλα πολύτιμα αντικείμενα, αλλά ακόμη και τα νυμφικά τους δαχτυλίδια και «τους κόσμους των κεφαλών τους.»
Αφορμή νέου θρίαμβου του Γενναδίου, κατά τον ρήτορα, υπήρξε και ο λόγος του προς τον λαό του Ναυπλίου με σκοπό την εξεύρεση πόρων για τη μόρφωση και εκπαίδευση του ιππικού. Μπροστά στο ανυπόμονο πλήθος που είχε συρρεύσει για να ακούσει τον αγαπημένο του δάσκαλο, ο Γεννάδιος έμεμψε εκείνους τους οπλαρχηγούς ή προκρίτους οι οποίοι έτρεφαν δύο ή και τρία άλογα και δεν τα προσέφεραν για τις ανάγκες της πατρίδας. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τον χειμμαρώδη λόγο του και 350 άλογα είχαν ήδη συγκεντρωθεί στο κέντρο της πλατείας.
Με την άφιξη του Καποδίστρια ο Γεννάδιος ανέλαβε την οργάνωση του «Ορφανοτροφείου» και στη συνέχεια του «Κεντρικού Σχολείου» της Αίγινας (1829). Όταν το «Κεντρικόν Σχολείον» μεταφέρθηκε στην Αθήνα και μετενομάσθηκε σε «Γυμνάσιον», κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα, ο Γεννάδιος ανέλαβε τη διεύθυνσή του και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ραγκαβής «ην της μαθητιώσης νεολαίας ου μόνον διδάσκαλος, αλλά και σύμβουλος και πατήρ και εκτός των δώρων της παιδείας, μετέδιδεν αυτή και των ανεκτιμήτων νουθεσιών του, τοις δε πενεστέροις πολλάκις και υλικωτέρων βοηθημάτων εκ του ιδίου στερήματος.»
Τις υπηρεσίες του προσέφερε και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ως ένας εκ των πρώτων καθηγητών σε αυτό. Αλλά και από αυτή την θέση ο Γεννάδιος εξακολουθούσε να παραμένει ένας ταπεινός δάσκαλος: «Αν εισπηδήσωμεν», έλεγε, «όλοι εις το Πανεπιστήμιον, τις θέλει μείνει εις τα κατώτερα σχολεία, ων ο καταρτισμός είναι ουχ ήττον σπουδαίος; Ουαί τη οικοδομή ήτις στερεώς μεν στεγάζεται, σαθρώς δε θεμελιούται!»
Γι’ αυτό δεν το πολυσκέφθηκε και παραιτήθηκε από τη θέση αυτή, όταν του ζητήθηκε να αναλάβει τη διεύθυνση της νεοιδρυθείσης Ριζαρείου σχολής. Το ίδιο έκανε και τρία χρόνια πριν τον θάνατό του, όταν αρνήθηκε να διδάξει στην Κωνσταντινούπολη με υψηλότατο μισθό για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. «Ο πόθος όλου του βίου του ην να καταθέσει τα οστά του εις γην ελευθέραν», σημειώνει ο Ραγκαβής. Και πράγματι η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε. Αναπαύεται μαζί με άλλους σπουδαίους δασκάλους του Γένους «εις γην ελευθέραν».
Ο λόγος του Ραγκαβή έφθασε στο τέλος του. Ένας από τους φωτισμένους δασκάλους του Γένους σκιαγραφήθηκε εύστοχα από τον μαθητή του ως παράδειγμα πνευματικού ανθρώπου, δασκάλου και πάνω απ’ όλα Έλληνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χριστοπούλου Μαριάννα, «Γεώργιος Γεννάδιος», 2007, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη, http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11155.
Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.