Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ (1808-1839) είχε ανέβει στον θρόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φιλοδοξία μεγάλων μεταρρυθμίσεων και απαλλαγής του κράτους από διάφορες ισχυρές ομάδες στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, όπως ήταν οι Γενίτσαροι, οι οποίοι κατά τον Δ. Κόκκινο, αποτελούσαν «κράτος εν κράτει, απειθούντας εις κάθε αρχήν, τυραννούντας τους αμάχους πληθυσμούς και απειλούντας και αυτούς τους σουλτάνους.». Η είδηση, όμως, για την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στην Πελοπόννησο που έφθασε στην Πύλη προς το βράδυ της 31ης Μαρτίου 1821, αλλά και για την έναρξη της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα λίγες μέρες αργότερα τον ανάγκασαν να αλλάξει πολιτική στάση.
Όταν μάλιστα ένας Έλληνας, ο Ασημάκης Θεοδώρου, κατήγγειλε στην Πύλη ότι πρώτος στόχος της Ελληνικής Επανάστασης, με την κήρυξή της, θα ήταν η καταστροφή του τουρκικού στόλου και η κατάληψη-μέσω πρόκλησης αναταραχών-της Κωνσταντινούπολης, ο Μαχμούτ αποφάσισε να λάβει μέτρα για να αποτρέψει την εκτέλεση του σχεδίου. Επίσης ο σουλτάνος, κάτω από την επήρεια αισθημάτων εκδίκησης, έκρινε πως η εξαπόλυση ενός ισχυρού κύματος τρομοκρατίας κατά των ελληνικών πληθυσμών θα λειτουργούσε αποτρεπτικά στην εξάπλωση της Επανάστασης, αλλά και θα την περιόριζε στις περιοχές που ήδη είχε ξεσπάσει μέχρι την οριστική κατάπνιξή της.
Έτσι τέθηκε σε εφαρμογή ένα σχέδιο άγριων διωγμών που ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη και επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας. Την 1η Απριλίου 1821 οργανώθηκε στην Κωνσταντινούπολη μια διαδήλωση από τους σπουδαστές των τουρκικών ιερατικών σχολών η οποία είχε ως μοναδικό στόχο την πρόκληση σύγκρουσης με τους Έλληνες και την εύρεση της κατάλληλης αφορμής για να προχωρήσουν σε μια γενικευμένη σφαγή των αμάχων. Οι Έλληνες όμως ψύχραιμοι δεν αντέδρασαν στις προκλήσεις των διαδηλωτών, κλείστηκαν στα σπίτια τους, δεν βγήκαν στους δρόμους και περίμεναν να καταλαγιάσει η οργή του όχλου. Η σφαγή προς το παρόν είχε αποφευχθεί.
Από την πλευρά του ο σουλτάνος εκτέλεσε παραδειγματικά μερικούς επιφανείς Έλληνες. Ο μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης ο Κωνσταντίνος Μουρούζης αποκεφαλίστηκε, τη Μεγάλη Δευτέρα (4 Απριλίου) ενώπιον του Μαχμούτ. Την ίδια τύχη είχε και ο πελοποννήσιος Αντ. Τσιράς που τον αποκεφάλισαν μπροστά στο σπίτι του, ενώ τον Δημήτρη Παπαρρηγόπουλο, τραπεζίτη του πρώην ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρου Σούτσου, τον κρέμασαν από το παράθυρο του σπιτιού του. Αλλά και μερικοί απλοί Έλληνες γνώρισαν την εκδικητική μανία του σουλτάνου. Τη Μεγάλη Παρασκευή «απεκεφάλισε τρεις νεροκράτας», όπως σημειώνει στην «Ιστορία» του ο Τρικούπης, οι οποίοι είχαν δήθεν σκοπό να δηλητηριάσουν τα νερά της Πόλης, ενώ την επομένη, Μέγα Σάββατο, αποκεφάλισε δύο κληρικούς.
Παράλληλα ο σουλτάνος διέταξε τον μαρτυρικό πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ να στείλει στην Πύλη έναν κατάλογο των ελληνικών οικογενειών που έμεναν στο Φανάρι και στον οποίο θα κατέγραφε αναλυτικά τα ονόματα των ανδρών, τον τόπο καταγωγής τους και τα επαγγέλματά τους. Μοναδικό σκοπός της Πύλης ήταν να δημιουργήσει ένα κατάλογο «ομήρων», ώστε να επιλέγει ανάλογα με τις περιστάσεις, τα υποψήφια θύματά της. Συμπληρωματικά εξέδωσε και ένα διάταγμα απαγόρευσης αναχώρησης των Ελλήνων από οποιαδήποτε περιοχή της Αυτοκρατορίας με πλοίο που θα έφερε οποιαδήποτε σημαία. Δυστυχώς οι πρέσβεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων συγκατένευσαν στο παράλογο αίτημα των Οθωμανών και μάλιστα έδωσαν εντολή στους προξένους τους να μην παρέχουν άσυλο σε όσους Έλληνες θα αναζητούσαν καταφύγιο, ενώ απαγόρευσαν να δέχονται οι πλοίαρχοι στα πλοία τους Έλληνες που θα προσπαθούσαν να γλιτώσουν. Έτσι οι ελληνικοί πληθυσμοί έμειναν απροστάτευτοι στις εκδικητικές διαθέσεις του Μαχμούτ.

Οι προϋποθέσεις για γενικευμένες σφαγές είχαν πλέον δημιουργηθεί. Κυριακή του Πάσχα (10 Απριλίου), ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ οδηγήθηκε στην κρεμάλα μπροστά από τη μεσαία εξωτερική θύρα του Πατριαρχείου. Στο κρεμασμένο επί τρεις μέρες λείψανο του πατριάρχη τοποθετήθηκε ο «γιαφτάς», το έγγραφο δηλαδή της καταδίκης του, στον οποίο αναγράφονταν οι αιτίες της καταδίκης του. Την τέταρτη ημέρα ο δήμιος το κατέβασε για να το ρίξει στη θάλασσα, «διότι οι κατά διαταγήν της εξουσίας κρεμάμενοι ή αποκεφαλιζόμενοι δεν αξιούνται ταφής». Η βαρβαρότητα, όμως δεν σταμάτησε· συνεχίστηκε και μετά το θάνατό του, όποτε το τίμιο λείψανο παραδόθηκε στον όχλο, ο οποίος τον περιέφερε τρεις φορές στην πλατεία του Φαναρίου και στη συνέχεια όπως περιγράφει ο Τρικούπης: «το έρριψαν εις την θάλασσαν εγχειρίσαντες το σχοινίον τω αγχονιστή, αναμένοντι εν πλοιαρίω. Απομακρυνθείς ούτος της ξηράς σύρων και το επί θαλάσσης λείψανον, και φθάσας εν μέσω του Κερατίου κόλπου […] απήρτησεν (:έδεσε) από του λειψάνου πέτραν εις καταποντισμόν του· αλλά το λείψανον δεν συγκατεποντίσθη, διότι δεν ήτον η πέτρα ικανώς βαρείαν. Επέστρεψε τότε ο αγχονιστής εις την ξηράν, και λαβών άλλας δύο πέτρας επανήλθεν όπου εκυματίζετο το λείψανον, προσεπισυνέδεσε και αυτάς, το ελόγχευσε δις και τρις εις απορρόφησιν νερού, και ούτω κατεβυθίσθη.»
Μετά από έξι μέρες το λείψανο του πατριάρχη ανασύρθηκε από τον Κεφαλλονίτη Ιωάννη Σκλάβο και μεταφέρθηκε στην Οδησσό, όπου στον καθεδρικό ναό της Μεταμορφώσεως τελέσθηκε μέσα σε μια ιδιαίτερα συγκινητική ατμόσφαιρα η νεκρώσιμη ακολουθία και «απετέθη εν μνήματι καινώ εντός του αγίου βήματος προς την αρκτικήν πλευράν της αγίας τραπέζης ως λείψανον ιερομάρτυρος» καταλήγει ο Τρικούπης.
Ο απαγχονισμός του πατριάρχη, κατά τον G. Finlay, ύστερα από διαταγή του σουλτάνου, ερμηνεύθηκε από όλους τους φανατικούς μουσουλμάνους σαν άδεια για να λεηλατήσουν και να δολοφονήσουν όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς. Γι’ αυτό τον λόγο οι διωγμοί εναντίον του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, μετά το θάνατο του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ εντάθηκαν. Στις 22 Απριλίου τουρκικός όχλος λεηλάτησε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά 13 ναούς, ενώ τον Μάιο προχώρησαν και σε ομαδικές εκτελέσεις. Αξίζει να θυμηθούμε τους 500 περίπου Πελοποννήσιους επαγγελματίες της Πόλης, που, αφού τους συγκέντρωσαν σε ένα πλοίο δήθεν για να τους εξορίσουν, τους έπνιξαν στη θάλασσα έξω από τη Νικομήδεια.
Την κατάσταση περιγράφει ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος: «Τρομερή ήταν η ατμόσφαιρα κατά τους μήνες εκείνους στην Κωνσταντινούπολι. Η ζωή των Ελλήνων βρισκόταν γενικά στη διάθεση των Τούρκων. Αν τολμούσε Έλληνας έμπορος να υπενθυμίση την πληρωμή του εμπορεύματος σε τούρκο αγοραστή, κινδύνευε να σκοτωθή επί τόπου για την αυθάδειά του. Οποιαδήποτε ώρα μπορούσε κάθε Έλληνας να γίνη ανάρπαστος από το σπίτι του και να κλειστή στη φυλακή.» Οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης με ανδρεία υπέμειναν τους σκληρούς διωγμούς χωρίς να λυγίσουν. Και οι ξένοι πρεβευτές; Ατάραχοι και απαθείς παρακολουθούσαν τους διωγμούς και τις σφαγές των αμάχων…
(συνεχίζεται)
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.