Γράφει ο Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας Α.Π.Θ.
Όπως προαναγγείλαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, αντικείμενο των δύο τελευταίων αφιερωματικών άρθρων θα είναι η παρουσίαση δυο εξεχόντων επισκόπων που διεποίμαναν την επισκοπή Πλαταμώνος και άφησαν έντονο το στίγμα τους, κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας τους. Πρόκειται για τον λόγιο επίσκοπο Διονύσιο Μιχαήλ (1763-1794) και τον τελευταίο επίσκοπο Αμβρόσιο Κασσάρα (1877-1900).
Ο Διονύσιος, ο οποίος-κατά πάσα πιθανότητα-καταγόταν από τη Ραψάνη[1], ήταν γόνος μιας πολυμελούς και επιφανούς οικογένειας. Ένας από τους αδέρφους του, ο Νικόλαος Μιχαήλ, δραστηριοποιήθηκε εμπορικά στη Λειψία ίσως και στη Βιέννη[2], ενώ στην Αυστρία βρέθηκε και ένας ακόμη αδερφός του, ο Ελευθέριος[3], ο οποίος ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών άλλων φωτισμένων Ελλήνων που βρέθηκαν εκείνη την περίοδο στο εξωτερικό, μερίμνησε-με δική του χορηγία-να εκδοθούν η Ακολουθία του Ιερομάρτυρος Ελευθερίου και οι Επιστολές του Συνεσίου του Κηρυναίου (επίσκοπος, φιλόσοφος και συγγραφέας του 5ου αι. μ. Χ.) Επίσης, δυο ακόμη αδερφοί του Διονυσίου, ο Παναγιώτης και ο Γεώργιος, δραστηριοποιήθηκαν ως έμποροι στη Λειψία και στη Μολδοβλαχία[4]. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως ανιψιός του Διονυσίου υπήρξε ο γνωστός λόγιος Δημήτριος Παναγιώτου Γοβδελάς, καθηγητής και διευθυντής της Ελληνικής Σχολής του Ιασίου, κατά τα προεπαναστατικά χρόνια (1808-1811 και 1816-1821).
Για τον τόπο σπουδών του Διονυσίου οι ερευνητές δεν συμφωνούν. Άλλοι υποστηρίζουν πως φοίτησε στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους, άλλοι στην Κοζάνη, ενώ κάποιοι κάνουν λόγο για σπουδές και στα Αμπελάκια ή στη Θεσσαλονίκη. Στην Κοζάνη συνδέθηκε με τον Ευγένιο Βούλγαρη, τον οποίο ακολούθησε στα Ιωάννινα, όταν εκείνος ανέλαβε για δεύτερη φορά, τέλη 1748-αρχές 1749, σχολάρχης στην περίφημη Μαρούτσιο Σχολή των Ιωαννίνων[5]. Στα Ιωάννινα ο Διονύσιος ολοκλήρωσε τις φιλοσοφικές του σπουδές και το 1754 ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής της Κοζάνης μετά την αποχώρηση του Νικολάου Μπαρκόση, όταν ο τελευταίος ανέλαβε σχολάρχης στη Σχολή του Καπερνησίου.
Ως σχολάρχης ο Διονύσιος παρέμεινε στην Σχολή της Κοζάνης για μικρό χρονικό διάστημα. Το 1762 πέθανε ο επίσκοπος Πλαταμώνος Νεόφυτος (1725-1762) και ο Διονύσιος εξελέγη στη θέση του. Τέσσερα χρόνια μετά την εγκατάστασή του στα Αμπελάκια, ο Διονύσιος επισκέφθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του ο Διονύσιος επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση. Η Σχολή των Αμπελακίων γνώρισε περίοδο ακμής. Ο νέος επίσκοπος φρόντισε για τη μόρφωση των Ελληνοπαίδων καλώντας να διδάξουν στη Σχολή σπουδαίοι δάσκαλοι και φωτισμένα πνεύματα εκείνης της εποχής. Ο Ιωνάς Σπαρμιώτης, ο ιερέας από τα Τρίκαλα Πολυζώης, ο Αντώνιος Φωτήλας από τα Καλάβρυτα ήταν μερικοί από αυτούς που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του Διονυσίου. Επόμενο ήταν η Σχολή να γνωρίσει μεγάλη φήμη και ελληνόπαιδες από όλη τη σκλαβωμένη Ελλάδα άρχισαν να φθάνουν εκεί, για να παρακαλουθήσουν μαθήματα όχι μόνον των θεωρητικών επιστημών, αλλά και Χημείας, Φυσικής Μαθηματικών κ.ά. Μεταξύ των πιο γνωστών μαθητών συγκαταλέγονται ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, που πρωτοστάτησε στην Έξοδο του Μεσολογγίου και αποκεφαλίστηκε, στη συνέχεια, από τους Τούρκους, ο Ιγνάτιος επίσκοπος Αρδαμερίου και μετέπειτα Γόρτυνος, παράδειγμα ακτημοσύνης, ο ιατροφιλόσοφος Γεώργιος Ευθυμιάδης και άλλοι. Αλλά και η Ραψάνη, επίσης, ωφελήθηκε από τη δράση του Διονυσίου, ο οποίος έφερε τον Αργ. Παπαρίζο ως Διευθυντή της «Ελληνικής Σχολής».
Πέρα από την εκπαιδευτική δραστηριότητα, ο Διονύσιος ανέπτυξε έντονη πατριωτική δράση. Ήταν συχνή η παρουσία του σε μυστικές συνελεύσεις με σκοπό την προετοιμασία της απελευθέρωσης των Ελλήνων και την οργάνωση επαναστατικής δράσης. Τον Αύγουστο του 1789, για παράδειγμα, συμμετείχε στη μυστική συνέλευση της Νάουσας, όπου αποφασίστηκε η εξέγερση κατά των Τούρκων από τους αρματωλούς της περιοχής και 25 στρατιωτικά σώματα[6].
Αλλά και ως επίσκοπος δεν αμελούσε να βρίσκεται δίπλα στο ποίμνιο του. Έβλεπε τη φτώχεια των ανθρώπων και προσπαθούσε να τους βοηθήσει. Έτσι, όταν ο ιερομόναχος Βενέδικτος, ηγούμενος της Μονής των Κλημάδων, ιδρυτής και ευεργέτης του σχολείου της Σκαμνιάς, ευρισκόμενος σε «ανάγκη» τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, για να του δώσει την άδεια να κάνει «αγιασμούς» στην πόλη της Θεσσαλονίκης, ελπίζοντας πως οι χριστιανοί κάτοικοί της θα τον συνδράμουν οικονομικά, ο Διονύσιος δέχθηκε να τον βοηθήσει. Γράφει λοιπόν ο Διονύσιος στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Δαμασκηνό[7] (1η Μαρτίου 1773), μια απλή, αλλά προσεκτικά διατυπωμένη επιστολή, προκειμένου να επιτρέψει στον Βενέδικτο να «διαβάσει αγιασμούς» και να προσποριστεί τα απαραίτητα για την επιβίωσή του και τη συντήρηση του μοναστηριού: «Ο το παρόν υμίν εγχειρίζων Βενέδικτος ιερομόναχος … είναι από ένα μοναστηράκι της πτωχής [επισκοπής] Πλαταμώνος, εις το οποίον ευρίσκεται η ιερά κάρα του ιερομάρτυρος Ελευθερίου (πρόκειται για τη μονή των Κλημάδων). Ήκουσεν αυτός ότι οι εν Θεσσαλονίκη έχουσιν ευλάβειαν εις αυτόν τον άγιον, έμαθεν ότι ο ευτελής Πλαταμώνος εύρε χάριν ενώπιον σου και επειδή αυτός ο ιερομόναχος ευρίσκεται παρ’ εμοί και ηγούμενος εκείνης της μονής και πρωτοσύγκελος και αρχιδιάκονος και υπηρέτης της εμής ουτιδανότητος, εζήτησε αυτήν την χάριν παρ’ εμού να τον συστήσω δηλαδή τη ημετέρα Παναγιότητι, οπού να τον δοθή άδεια να διαβάση αγιασμούς αυτού εν Θεσσαλονίκη.»
Η δράση του Διονυσίου έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα και ανάγκασε τους δύο Δημητριείς, τον Γρηγόριο Κωνσταντά και τον Δανιήλ Φιλιππίδη, να γράψουν στη ‘‘Νεωτερική Γεωγραφία’’: «άμποτες να είχαν όλαις αι επισκοπαί της Ελλάδος μας τέτοιους επισκόπους.»[8] Πέθανε τέλη του 1793 ή αρχές του 1794 και τάφηκε στο ναό της Αγίας Παρασκευής Αμπελακίων, σύμφωνα με τον Λεονάρδο: «του οποίου (Διονυσίου) η κόνις κείται εν τη ιδία Εκκλησία, (της Αγίας Παρασκευής)[9]».
(Συνεχίζεται)
[1] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 191.
[2] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 192.
[3] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 193.
[4] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 192.
[5] Βλ. Χ. Γ. Πατρινέλης, Οι πρώτοι δάσκαλοι της Σχολής Κοζάνης (από τον Γεώργιο Κονταρή ως τον Ευγένιο Βούλγαρη), Ερανιστής 20 (1995) 5-19. Η Παπαδημητρίου, όπως και κάποιοι άλλοι, δέχονται ως έτος αναχώρησης του Βούλγαρη για τη δεύτερη σχολαρχία του στα Ιωάννινα το 1750 (βλ. Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 195).
[6] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 218.
[7] Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 362: η έκδοση της επιστολής.
[8] Βλ. Δ. Φιλιππίδη-Γ. Κωνσταντά, των Δημητριέων, Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791 (ed.) Αικ. Κουμαριανού, [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη ΣΠ. 6], Αθήναι 1970, σ. 126· Βλ. Παπαδημητρίου, Η επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, σ. 228.
[9] Βλ. Λεονάρδος, Νεωτερική της Θεσσαλίας Χωρογραφία, σ. 149.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
























