Γράφει ο Μιχάλης Ι. Αργυρίδης
μελετητής της σύγχρονης παιδικής λογοτεχνίας – συγγραφέας
Το επετειακό αφιέρωμά μας είναι ένα μικρό ταξίδι στην πρόσφατη κυπριακή ιστορία. Ένα ταξίδι στην τραγωδία της Κύπρου τον Ιούλιο του 1974. Τότε που οι «εθνοσωτήρες» σε Κύπρο και Ελλάδα κατέλυσαν τη δημοκρατία και προκάλεσαν την εισβολή του Αττίλα στο νησί της Αφροδίτης.
Αυτό το ταξίδι ιστορίας το πραγματοποιούμε ανθολογώντας αποσπάσματα από ποιήματα της κύπριας ποιήτριας Αναστασίας Χατζηλοή – Κατσώνη, που συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή «Λάπηθός μου…» και αναφέρονται σε εκείνη την αιματοβαμμένη χρονική περίοδο της συμφοράς. Τα αποσπάσματα τα δένουμε σε ενιαίο σύνολο με τις δικές μας παρεμβολές που προσανατολίζουν στα γεγονότα.
- Η τουρκική εισβολή
Η θύμηση γυρνά πολλά χρόνια πίσω. Στο καλοκαίρι του 1974, τον Ιούλιο.
«20 του Ιούλη
Τ’ άδικο ήρθε σήμερα
ξανά να μου θυμίσει
κείνης της μέρας το κακό»
(Από το ποίημα «Θυμάμαι»)
Κύπρος, περιοχή της Κερύνειας.
Σάββατο, είκοσι του Ιούλη! Σταμάτησε εκεί ο χρόνος.
Μόλις κατέβαινε το φως στη γη. Άσβηστα κάμποσα άστρα στον ουρανό, φαίνονταν «σαν μικρές ψυχές που κοίταζαν απ’ τον Παράδεισο» κι έβλεπαν την … Κόλαση που πλησίαζε στις βόρειες ακτές της Κύπρου, καβάλα στα αποβατικά πλοία και στα πολεμικά αεροπλάνα που είχαν ξεκινήσει από την Τουρκία και ταξίδευαν απειλητικά προς την Κερύνεια.
«Τα πλοία ταξιδέψανε
μέσα από τη θάλασσά μας
κι αράξανε
στο δικό μας λιμάνι.
Σκόρπισαν τη φρίκη.
Και η θάλασσα
έγινε μαύρη.
Χάος ξαπλώθηκε παντού,
ανεμοστρόβιλος, σεισμός»
(Από το ποίημα «Εισβολή»)
*
«Τ’ αεροπλάνα πετάξανε
στον ουρανό μας
κι αυτός συννέφιασε.
Μούγκριζαν
παράξενα και φοβερά,
αφήνοντας στο πέρασμά τους
χαλάζι καταστρεπτικό»
(Από το ποίημα «Εισβολή»)
Σε λίγο μια ήσυχη μέρα ξυπνά, γεμάτη χαρά και ζωή.
Ξαφνικά, ακούγεται ένα μούγκρισμα, που κατακυριεύει τη θάλασσα. Ρουκέτες κι εμπρηστικές βόμβες πέφτουν από τον ουρανό και τρέχουν σαν δαιμονισμένες στη γη. Τις ρίχνουν τα αεροπλάνα, οι μεγάλες σκιές που ήρθαν από την Τουρκία. Χτυπούν τα οχυρά, που βρίσκονται στην παραλία. Η γης τρέμει. Ο τόπος γεμίζει τρομακτικούς θορύβους. Ο πόλεμος αρχίζει…
«Πόλεμος, ξαφνικά η ζωή ένα τίποτα,
υποταγμένη στη λύσσα
και στην καταστροφική του μανία.
Τα όπλα διαλύουν τα πάντα
και οι ζωές χάνονται.
Άταφα μένουν τα κορμιά»
(Από το ποίημα «Πόλεμος»)
Την τούρκικη εισβολή προσπάθησε να αποκρούσει η κυπριακή εθνοφρουρά, με τη συμμετοχή Ελλαδιτών στρατιωτών. Οι στρατιώτες αυτοί, που υπηρετούσαν στην ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου), πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα, μαζί με τους φαντάρους της κυπριακής εθνοφρουράς για την απόκρουση των εισβολέων. Αρκετοί από αυτούς – Κύπριοι και Ελλαδίτες – έπεσαν πολεμώντας στα πεδία των μαχών ή εξακολουθούν μέχρι σήμερα να είναι αγνοούμενοι.
«Πού άραγε βρίσκεσαι χαμένος;
Σε ποια χαράδρα;
Ποιο χώμα σκεπάζει το τίμιο σώμα σου;»
(Από το ποίημα «Στον άγνωστο χαμένο στρατιώτη της Κύπρου»)
Η μνήμη, ωστόσο, των αγνοουμένων συντηρείται και θα εξακολουθήσει να συντηρείται. Είναι, βλέπετε, χρέος και καθήκον!
«Συμπατριώτη μου,
Εμείς δε σε ξεχνάμε ποτέ.
Όπου κι αν βρίσκεσαι χαμένος»
(Από το ποίημα «Στον άγνωστο χαμένο στρατιώτη της Κύπρου»)
- Η προσφυγιά
Διωγμένοι οι άνθρωποι από τον τόπο τους σκόρπισαν τρομαγμένοι, πήραν τις στράτες της προσφυγιάς κι έφυγαν μακριά από την πατρίδα τη γλυκιά, μακριά από τις απλόχωρες αυλές, τα απέραντα περβόλια, τη θέα του γιαλού, τον ανοιχτό ορίζοντα…
«Μας ξερίζωσαν και μας ορφάνεψαν
κι όλοι αφεθήκαμε στης προσφυγιάς τον δρόμο,
τον πικρό και δύσβατο»
(Από το ποίημα «Προσφυγιά»)
Η ζωή των προσφύγων ήταν τρομερά δύσκολη. Οι πρόσφυγες πέρασαν δύσκολες μέρες και δύσκολα χρόνια. Ταλαιπωρήθηκαν αφάνταστα.
«Μας πήρε η απελπισία
στ΄ άγνωστα νερά της
και μας έπνιξε
γιατί δεν είχαμε
ούτε καν ένα σωσίβιο.»
(Από το ποίημα «Μέρες απελπισίας»)
Οι πρόσφυγες διατηρούσαν στην καρδιά τους άσβηστο τον πόθο της επιστροφής στα πάτρια εδάφη, τα κατεχόμενα από τους Τούρκους εδάφη τους. Δεν μπορούσαν να δεχτούν πως ο τόπος τους χάθηκε για πάντα. Πίστευαν βαθιά πως πριν πεθάνουν θα αξιωθούν να ξαναδούν τα σπίτια τους, να ανοίξουν την πόρτα με το κλειδί που πήραν μαζί τους, όταν έφυγαν κυνηγημένοι από τον πόλεμο, και το κράτησαν σαν φυλαχτό, να βρουν τα πάντα όπως τα άφησαν το 1974, εκείνο το σημαδιακό καλοκαίρι.
«Λάπηθος, ήσουνα για μας
μια ηλιαχτίδα της χαράς.
Μας διώξανε μια χαραυγή,
μες στου πολέμου τη βουή.
Κουράγιο όμως έχουμε
κι υπομονή μεγάλη.
Η Κύπρος θα λευτερωθεί
θα ξαναρθούμε πάλι»
(Από το ποίημα «Λάπηθος, κόρη του γιαλού»)
Εδώ, φτάσαμε στο τέλος του μικρού ταξιδιού μας. Ενός ταξιδιού στην τραγωδία της Κύπρου τον «μαύρο» Ιούλιο του 1974, ενός ταξιδιού που κάναμε μέσα από τους γεμάτους «απλότητα, ευαισθησία και ειλικρίνεια» στίχους της εξαίρετης Κύπριας ποιήτριας Αναστασίας Χατζηλοή – Κατσώνη, που μας μεταφέρουν νοερά σε ανταριασμένους καιρούς, σκιαγραφώντας την εικόνα της κυπριακής τραγωδίας. Εισβολή, προσφυγιά, αγνοούμενοι. Αίμα, πόνος, δάκρυ, καταστροφή.
Το μικρό επετειακό αφιέρωμά μας στη κυπριακή τραγωδία του 1974 είναι μια παραμυθία, παρηγοριά. Παρηγορεί όχι αναμένοντας μοιρολατρικά την εξιλέωση, αλλά μιλώντας με αισιοδοξία για το μέλλον. Αυτή την αισιοδοξία που η ποιήτρια Αναστασία Ζατζηλοή – Κατσώνη τη βοηθάει να ανθίσει με τους στίχους της:
« Η λευτεριά δε θ΄ αργήσει.
Της ανάστασης η καμπάνα
θα κτυπήσει και πάλι.»
(Από το ποίημα «Κύπρος»)
ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.