Του Σωτήρη Παστάκα
Τον προχωρημένο χειμώνα του 1975 ή 76, βγήκα απ’ τη Ρώμη στην αουτοστράντα για να κάνω το αγαπημένο μου ωτοστόπ, με κατεύθυνση το Σπολέτο. Εκείνες τις εποχές αγαπούσα να μετακινούμαι έτσι, ελεύθερα με το στρατιωτικό μου τζάκετ, και το βιβλίο του Άλλεν Γκίνσμπεργκ «Juckbox all’ idrogeno» στις βαθιές του τσέπες. Το είχα αγοράσει από ένα περίπτερο στο σιδηροδρομικό σταθμό της Βενετίας, τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου το 1972. Μας είχε αφήσει, την αδελφή μου κι εμένα, η αμαξοστοιχία «Ακρόπολις» για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας από Λάρισα για Νάπολη, όπου θα έκανα την εγγραφή μου στην Ιατρική σχολή. Είχα μάθει Ιταλικά από τους δίσκους 45 στροφών του λινγκουαφόν κι από το περιοδικό «L’ intrepido» που το αγόραζα από ένα στιλβωτήριο στην κεντρική πλατεία της Λάρισας στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα. Λόγω απεργίας ή στάση εργασίας η ανταπόκρισή μας είχε μεγάλη καθυστέρηση κι έτσι κάναμε μια βόλτα μέχρι τα κανάλια και μια μεγάλη γέφυρα. Εκεί λοιπόν στη βόλτα μας είδαμε για πρώτη φορά έγχρωμη τηλεόραση σε βιτρίνα καταστήματος. Μετέδιδε τους Ολυμπιακούς αγώνες του Μονάχου. Η αδελφή μου αγόρασε μαντήλια και βεντάλιες για κείνη και τη μάνα μας, και μου έκανε δώρο ένα σιέλ μπουφάν από φτερά χήνας που θα μου κρατούσε συντροφιά τους επόμενους κρύους χειμώνες στην Ιταλία. Το βιβλίο το αγόρασα για το εξώφυλλο. Ένας μουσάτος με ημίψηλο καπέλο που είχε τυπωμένη πάνω του την αμερικανική σημαία. Ήταν μια ανθολογία σε δίγλωσση έκδοση στα βιβλία τσέπης Oscar του Μοντατόρι, σε μετάφραση της Φερνάντα Πιβάνο. Αυτό το βιβλίο θα γινόταν το αγαπημένο μου και θα το κουβαλούσα μαζί μου σε κάποια τσέπη από το στρατιωτικό μου αμπέχονο της εποχής σε όλα τα ταξίδια μου με ωτοστόπ στην Ιταλική χερσόνησο τα επόμενα χρόνια. Από την αδελφή μου είχα αγαπήσει τον Καβάφη. Είχε φέρει από την Αθήνα το 1967, την πρώτη έκδοση του Ίκαρου σε δύο τόμους, τυλιγμένους σε μπλε «πανάρι», όπως ντύναμε τα τετράδια για το σχολείο, επειδή της είχαν πει πως ήταν απαγορευμένος στην εστία της Γέχα όπου φιλοξενούταν ως φοιτήτρια της Γαλλικής. Αλλά ο Γκίνσμπεργκ ήταν δική μου ανακάλυψη.
Το Σπολέτο μου ήταν γνωστό από το ετήσιο θεατρικό φεστιβάλ, αλλά τώρα θα έδινε μια δημόσια ανάγνωση (με εισιτήριο, φυσικά), ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ, για μια και μοναδική εμφάνιση στην Ιταλία, κι έτσι αποφάσισα να πάω να τον δω από κοντά. Ψόφησα απ’ το κρύο, αλλά τα αψηφούσα κάτι τέτοια κι έτσι μετά από καμιά κανάτα μπρούσκο της Ούμπρια, χώθηκα στο θεατράκι αμέσως μόλις άνοιξε. Δεν μ’ άρεσε είναι αλήθεια: μας απαγόρεψε να καπνίζουμε (ήταν εποχές που το κάπνισμα ήταν ελεύθερο στα κινηματοθέατρα), μας έβαλε να προσευχηθούμε, παίζοντας το «χέρε κρίσνα χάρι χάρι» στο αερόφωνο που το είχε καθισμένο στα γόνατά του, καθισμένος και ο ίδιος ανακούκουρδα. Δεν μου άρεσε, τότε. Το αδέξιο παίξιμο στο αερόφωνο καθώς μας απήγγειλε τα δικά του ποιήματα, με στοιχειώνει ακόμα. Ναι, κρίμα που δεν ασχολήθηκα με κανένα όργανο ώστε να τραγουδάω τα ποιήματά μου κι όχι απλώς να τα απαγγέλω, αν και τα τελευταία χρόνια καλλιεργώ τις φωνητικές μου χορδές σαν ανεξάρτητο μουσικό όργανο, ομολογώ πως ζηλεύω τον Άλλεν και το αερόφωνό του. Αργότερα θα μάθαινα πως εκείνος ο Σεπτέμβριος του 1972 ήταν ο «Μαύρος Σεπτέμβρης», πως τη γέφυρα που είδαμε τη λένε ακόμη και σήμερα Ριάλτο. Πως ο Άλκης Αγγέλου και ο Φίλιππος Βλάχος πολύ καλά έκαναν κι απέρριψαν το πρώτο μου μεγάλο γκινσμπερικό ποίημα που το είχα χτυπήσει σε μια γραφομηχανή brother σε τρία αντίτυπα το 1975, και το δικό μου το κατάστρεψα.
Πως δεν δοκίμασα να ξαναγράψω σαν τον Γκίνσμπεργκ αλλά τον διαβάζω και τον αγαπώ σαν αίμα μου. Πως δεν μου άρεσε όταν μια βραδιά πήγα με ωτοστόπ από τη Ρώμη στο Σπολέτο για να τον ακούσω να μας τραγουδάει βαρώντας το αερόφωνο κι απαγορεύοντάς μας να καπνίσουμε. Πως τον αγάπησα ξανά στο Φεστβάλ του Καστελπορτσιάνο το 1979, μαζί με τους Γκρέγκορυ Κόρσο τον Θωμά Γκόρπα, τον Γεφτουσένκο, τον Ουίλιαμ Μπάροουζ και πολλούς άλλους, όταν σταμάτησε τα επεισόδια ψάλλοντας το «ομ». Πως το 2007 επίσημος καλεσμένος του Τζακ Χίρσμαν στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Σαν Φρανσίσκο έπρεπε να ακούσω τον Λόρενς Φερλινγκέτι να μας υποδέχεται με τα εξής λόγια: «Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου καταστραμμένα από την ποίηση», για να παραδεχτώ κι εγώ πως ναι, η ποίηση με κατέστρεψε.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
























