Του Σωτήρη Παστάκα
Με αναγνώρισε πρώτος. Τον ρώτησα αν αυτό είναι το ιντερσίτι για τη Λάρισα, και μου απάντησε «Ναι, γιατρέ μου, αυτό θα πάρω κι εγώ». Διέκρινε φαίνεται την επιφυλακτικότητα μου και βιάστηκε να μου συστηθεί: «Ο Παναγιώτης είμαι, να καθίσουμε μαζί, αν δεν σε πειράζει», μου είπε, αφού τελειώσαμε το τσιγάρο μας στην αποβάθρα του σταθμού της Θεσσαλονίκης. «Το τσιγάρο δεν σκότωσε κανέναν», μου λέει, «γιατί να το κόψουμε;». Συμφώνησα πως άλλα πράγματα μας σκοτώνουν, και του είπα πως ερχόμουν από το Κόσσοβο, απ’ όπου ταξίδευα όλη τη μέρα με ταξί από το Ράχοβετς στην Πρίστινα, απ’ όπου πήρα το λεωφορείο της γραμμής για τα Σκόπια, κι από κει μετά από πέντε ώρες αναμονής, πήρα το λεωφορείο του «Συμεωνίδη» που με έφερε στη Θεσσαλονίκη, για να προλάβω στο τσακ τον προαστιακό. Του τα εξομολογήθηκα όλα αυτά ως δικαιολογία πως ήμουν κουρασμένος και δεν θα ήμουν καλός συνομιλητής, αλλά φυσικά δεν μπορούσα να αρνηθώ να μην κάτσω μαζί του στο τρένο. Μου είπε πως κι αυτός μόλις γύρισε από το Λονδίνο, όπου εργαζόταν η κόρη του ως ειδικευόμενη γιατρός, αεροπορικώς και οποία τύχη να συναντηθούμε εδώ. «Αν δεν τον προλαβαίναμε θα παίρναμε τη νυχτερινή αμαξοστοιχία των έντεκα για Αθήνα», μου είπε με καθησυχαστικό τόνο.
Νάμαστε λοιπόν, δίπλα – δίπλα δυο παλιοί φίλοι που δεν κάνουν παρέα τα τελευταία δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια, που αποφεύγουν να συναντηθούν στην πόλη κι αν τυχόν βρεθούνε στο ίδιο μαγαζί να κάνουν πως δεν ειδωθήκαν, να είναι υποχρεωμένοι να κάνουν παρέα μεταξύ τους για μία ώρα και σαράντα λεπτά, και να ξετυλίξουν το κουβάρι της οικειότητας και των εξομολογήσεων. Τίποτα από όλα αυτά ευτυχώς δεν συνέβησαν. Ο Παναγιώτης αν και λίγο μεγαλύτερός μου, με βοήθησε να τακτοποιήσω το σακ-βουαγιάζ στο μεταλλικό φιλέ πάνω από τις θέσεις που διαλέξαμε, κι αφού τακτοποιήσαμε και τα ημίπαλτα άρχισε να μου λέει «πως όλα τα νοσήματα εξαρτώνται από τη ψυχολογική μας κατάσταση». Με ρώτησε ευθέως να του πω την άποψή μου, κι όταν του ανέφερα πως τα τελευταία χρόνια η Ιατρική αποδίδει τις νόσους που μας τυχαίνουν, απλώς και μόνο ως «αποτέλεσμα των πληροφοριών που κουβαλάει το ντι-εν-έι μας», άρχισε να με αμφισβητεί με πλήθος επιχειρημάτων για τον καρκίνο (που αναπτύσσεται χάρη στην ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άτομο, ως ύστατη άμυνα του οργανισμού να αντιμετωπίσει την στενοχώρια) κοκ. Δεν τον πτόησαν οι απόψεις μου πως αυτό δεν είχε βοηθήσει τους καρκινοπαθείς τις περασμένες δεκαετίες, γιατί όχι μόνο είχαν να αντιμετωπίσουν τα καρκινικά τους κύτταρα, αλλά τους φορτώναμε κι από πάνω πως φταίνε αυτοί για όσα τους συμβαίνουν και δώστου οι τύψεις και οι ενοχές και οι καταθλίψεις και οι ιδέες αυτοτιμωρίας να επιβαρύνουν περαιτέρω την υγεία τους.
«Δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα», με αποστόμωσε ο Παναγιώτης. «Συγγνώμην γιατρέ μου, αλλά έχετε διαβάσει κβαντική φυσική;». Το ερώτημά του αποδείχτηκε ρητορικό, γιατί δεν περίμενε καν την απάντησή μου και συνέχισε ακάθεκτος: «Η κβαντική γεννήθηκε με την εξίσωση του Αϊνστάιν για την ενέργεια. Δεν είμαστε ύλη, αλλά ενέργεια». Αισθάνθηκα πως έπρεπε να δείξω θαυμασμό και να αποφύγω διπλωματικά κάθε περαιτέρω τοποθέτησή μου, απ΄ τη στιγμή που ο Παναγιώτης ήταν μια ζωή Τραπεζικός υπάλληλος. Τα πέντε χρόνια που είχε βγει στη σύνταξη, αγνοώ αν έτρεφε αυτό το πεδίο μελέτης και παλιότερα, είχε ασχοληθεί αποκλειστικά με την κβαντική και ήταν πλέον σε θέση να υποστηρίζει με πληθώρα επιχειρημάτων τις απόψεις του.
«Δεν είμαστε ύλη, αλλά ενέργεια. Οπότε τι προσπαθείς να γιατρέψεις, Γιατρέ μου; Ξέρεις πως ο παρατηρητής επηρεάζει το πείραμα; Από τη στιγμή που είμαστε ενέργεια κι όχι ύλη σύντομα θα επιτύχουμε και την τηλε-μεταφορά. Δεν θα χρειάζεται να ταξιδεύουμε πια». Ήδη από την Κατερίνη συμφωνούσα σε όλα μαζί του. Η τελευταία μου φράση ήταν πως «η παρουσία του γιατρού δημιουργεί νόσο», φράση που άρεσε πολύ στον Παναγιώτη και ήμουν πεπεισμένος πως θα την έκανε δική του. Ευτυχώς δεν παρασυρθήκαμε σε συναισθηματισμούς όταν φτάσαμε στη Λάρισα. Με αποχαιρέτησε πηγαίνοντας κατευθείαν στο πατσατζίδικο του Σταθμού για ψιλοκομμένη με ένα κατρούτσο κρασί κι εγώ πήγα να πάρω ταξί. Υπερβολικά σίγουροι κι οι δυο πως θα αποφεύγαμε με κομψότητα να ξαναμιλήσουμε την επόμενη φορά που θα πέφταμε τυχαία ο ένας πάνω στον άλλον.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
























