Του Σωτήρη Παστάκα
«Η ζωή μας θα ήταν αφόρητη δίχως ψέματα», είπε ο Κώστας δυνατά, ατενίζοντας το Λυκαβηττό. «Οι διαψεύσεις μας καθορίζουν το χαρακτήρα μας», ακολούθησε η δεύτερη σκέψη από μέσα του, η μυστική και η βουβή. Μόλις είχε φτάσει στο αγαπημένο του ξενοδοχείο, εκεί στα Εξάρχεια, και όπως πάντα είχε κρατήσει το δωμάτιο 503. Από το μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου έβλεπε όλο το λόφο, ως το καμπαναριό του Άη-Γιώργη. Το δωμάτιο λαϊκό, όπως ακριβώς το ήθελε: το καζανάκι να στάζει, οι κουβέρτες με στάμπες ακαθορίστου προελεύσεως, και με πιο προβλέψιμους τέλος πάντων, τους λεκέδες στα σεντόνια. Τα πλακάκια με την οικειότητα που δίνουν οι ρωγμές σε βασανισμένα κορμιά και κτυπημένες ψυχές. Τα πατζούρια ξεβαμμένα και οι κουρτίνες να στέκουν εκεί αγέρωχες στην ίδια θέση με όλες τις μέρες και τους μήνες πάνω τους, χωρίς να έχουν δεχθεί καμιά φροντίδα τα τελευταία χρόνια. Ο Κώστας έσκυψε, έλυσε τα κορδόνια κι έβγαλε τα μεταχειρισμένα του Νάικι. Πολλοί φίλοι του συνομήλικοι αλλά και νεώτεροι, δεν μπορούσαν να σκύψουν κι είχαν υιοθετήσει τα παντοφλέ. Ήξερε μέσα του πως διατηρούταν καλύτερα από τους φίλους του, και το παράστημά του είχε χάσει μόνο λίγους πόντους, βορά στα αδηφάγα χρόνια, σε σχέση με άλλους που τους είχαν πελεκίσει δέκα πόντους.
«Χάρη στα ψέματα έχεις τη χάρη να βρίσκεσαι ταυτοχρόνως σε δύο μέρη», είπε δυνατά κι η μυστική του φωνή συμπλήρωσε: «μόνον οι άγιοι έχουν την ικανότητα της πολλαπλής παρουσίας». «Άγιος είμαι», απάντησε ο Κώστας και βγήκε ξυπόλυτος πια στο μπαλκόνι να δει τον Άη-Γιώργη τον Λυκαβηττό για πολλοστή φορά. Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά είχε μεγαλώσει. Το σπίτι της μάνας του ήταν κανάδυο δρόμους παρακάτω. Κυκλοφορούσε στη γειτονιά πλέον ελεύθερα από τη στιγμή που κατάλαβε πως είχε γίνει αθέατος για τους μπάτσους. Τον έβλεπαν να περνάει δίπλα τους και δεν τον πρόσεχαν, γιατί η προσοχή τους ήταν στραμμένη στους νέους με τα κατάμαυρα γένια. Δεν τον αναγνώριζαν οι παλιοί γείτονες, οι αρχαίες ερωμένες, και όσο για τους αντίζηλους οι περισσότεροι ήταν πλέον μακαρίτες. Κατέβαινε λοιπόν από την Κηφισιά με το τρένο και ανέβαινε με τα πόδια τη Θεμιστοκλέους. Χάζευε τα περίπτερα της Ομόνοιας με τα πορνό περιοδικά και σταματούσε σε όλα τα καροτσάκια με τα μεταχειρισμένα βιβλία. Στο τρένο διάβαζε πάντα τους αγαπημένους του κλασικούς: έκοβε από τα βιβλία του Μοπασάν πχ, ένα-δυο διηγήματα κι αφού τα τύλιγε σε ένα πανάρι, όπως έκανε παλιά στο σχολείο με τα τετράδια των μαθημάτων, τα διάβαζε στον ηλεκτρικό. Στο Κεφαλάρι είχε το σπίτι με τη δεύτερη γυναίκα του, που του είχε δώσει δυο παιδιά για να τα κάνει συνολικά τέσσερα, μαζί με τα δυο απ’ τον πρώτο του γάμο. ΄
«Τα ψέματα είναι ο πιο εύκολος τρόπος να αποκτήσεις άλλη υπόσταση», φώναξε ο Κώστας από το μπαλκόνι του 503. «Η επιθυμία δεν ικανοποιείται ποτέ», έλεγε η μυστική φωνή μέσα του. Κουβαλούσε πάντα την ταυτότητά του σε αυτές τις συχνές περιπλανήσεις. Όχι. Όχι για τον ξενοδόχο που τον ήξερε πια, αλλά να! μην τυχόν και πεθάνει στο δρόμο και τον ταλαιπωρήσουν μετά μέσα στο ψυγείο του νεκροτομείου. Κάποιο διήγημα του Τσέχοφ λοιπόν, και το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας ήταν οι μόνες αποσκευές του. Πήγε στην τουαλέτα και δοκίμασε το καζανάκι από ψυχαναγκασμό και μόνο. Δεν το είχαν επιδιορθώσει από την τελευταία φορά, κι έμεινε ευχαριστημένος. Ήταν έτοιμος να υποδεχθεί την Ειρήνη, το νέο κορίτσι που του έταξε ο φίλος του ο ξενοδόχος, ακριβώς όπως την ήθελε: καστανή με λεπτή μέση και γεροδεμένα μεριά.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
























