Του Σωτήρη Παστάκα
«Αν δεν πάρω τον μπάρμαν, θα πάρω μια Σαμπούκα», γύρισε και μου είπε η Σίλια. Είχαμε μόλις καθίσει στη μπάρα του «Μπαρδόν» κατά τις έντεκα το βράδυ. Παρήγγειλα το αγαπημένο μου Τζόνι λοιπόν και μια σαμπούκα. Το τσουχτερό κρύο ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο και σε παρακινούσε να στριμωχθείς με άλλα ηλεκτρισμένα σώματα, ώσπου να μπλεχτούν οι μυρωδιές και τα αρώματα και πάνω απ’ το ταμπάκο και το αλκοόλ να κυριαρχήσει η έντονη οσμή του ιδρώτα. Η Σίλια ήδη είχε αρχίσει να κάνει τα γλυκά μάτια στον μπάρμαν, ένα ψηλό μελαχρινό με περιποιημένο μουσάκι και τατουάζ στο λαιμό και τα μπράτσα, κι εγώ έριχνα κλεφτές ματιές προς την είσοδο. «Θα τους πάρω και τους δύο, το αποφάσισα, και τη σαμπούκα και τον μπάρμαν», έλεγε η Σίλια μια ώρα σχεδόν αργότερα και τότε ακριβώς η Κύνθια διάβηκε την πόρτα, ντυμένη στα κόκκινα απ’ την κορφή ως τα νύχια: «Μάλλον αυτή είναι η κοκκινοσκουφίτσα σου», πρόλαβε μόλις να μου πει, πριν συνεχίσει το παιγνίδι της με τον μπάρμαν.
Την ίδια εβδομάδα είχα δει τουλάχιστον άλλες δύο κυρίες στα τυφλά από το Φέισμπουκ, και η Κύνθια ήταν η υπ’ αρίθμ. τρία. Έκανα το λάθος με τις δύο προηγούμενες να τις καλέσω σε ρεστοράν και δεν είχα κρατήσει περιθώρια διαφυγής. Ποτέ να μην κλίνετε πρώτο ραντεβού σε εστιατόριο. Καλύτερα σε μπαρ κι ακόμη καλύτερα σε καφέ: όσο χάλια κι αν είναι, ούτε χρόνο θα σας κοστίσει, ούτε χρήμα. Μου έτυχαν δυο συμπαθητικές υπέρβαρες, αξιόλογες κατά τα άλλα (η μια φιλόλογος εν ενεργεία, η άλλη πάλι ποτέ ηθοποιός στα Γιάννενα), στις οποίες κέρασα το γεύμα κι αυτές μου χάρισαν από ένα πλεχτό σκουφί και μια ξύλινη ομπρέλα. Έτσι στο τρίτο κατά συρροή ραντεβού στα τυφλά από το Φέισμπουκ, δεν άντεξα και πήρα μαζί μου τη φίλη μου τη Σίλια, νοσοκόμα στο Πανεπιστημιακό, ώστε σε περίπτωση που ήταν χοντρή και η τρίτη να μ’ έπαιρνε αλλά μπρατσέτο και να με φυγάδευε. Είχα ορκιστεί πως αν αποτύχαινε και το τρίτο διάβημα να βρω ταίρι, θα τα παρατούσα και θα συνέχιζα απλώς με τη Σίλια στη χάση και τη φέξη.
Η Κύνθια μπήκε στο μπαρ με αποφασιστικότητα κι αυτοπεποίθηση. Ακολούθησε το νεύμα μου και στρογγυλοκάθισε τα οπίσθιά της στο σκαμπό που της υπέδειξα. Ήταν ντυμένη στα κόκκινα, όπως σας είπα, κόκκινο καλτσόν, κόκκινο μποτάκι, κόκκινη μίνι φούστα και κόκκινο σακάκι. Το τοπ ίσως ήταν άλλου χρώματος, αλλά εγώ τα έβλεπα όλα κόκκινα εκείνο το βράδυ. Παρήγγειλε με αποφασιστικότητα μια «Φιλάνδια» σφηνάκι κι άναψε ένα πουράκι Μουντς και εμείς την ακολουθήσαμε. Αδύναμος χαρακτήρας όπως είμαι, καπνίζω πάντα τη μάρκα τσιγάρων της εκάστοτε συντρόφου μου, και πίνω τα ποτά της. Βασικά εγώ θα ήθελα να καπνίζω τα ιταλικά MS και να πίνω σπριτς-Καμπάρι. Υποχωρώ όμως και καπνίζω το τσιγάρο αρεσκείας της εκάστοτε. Βότκα ήθελε το κορίτσι, βότκα κι εγώ, βότκα κι η νοσοκόμα απ’ το πανεπιστημιακό. Η κοκκινοσκουφίτσα έπινε τα σφηνάκια μονορούφι και τα έβαζε ανάποδα στην μπάρα, απαγορεύοντας στον μπάρμαν να τα μαζέψει. Η Σίλια κι εγώ του επιτρέπαμε να μας τα μαζεύει. Κάποια στιγμή ο μπάρμαν άρχισε να μας κερνάει απανωτές τεκίλες, και δεύτερη σειρά και τρίτη. Εγώ φασωνόμουν με την κοκκινοσκουφίτσα, μπροστά στα μάτια όλων, ο μπάρμαν κερνούσε σφηνάκια κι η νοσοκόμα είχε ανέβει σχεδόν με το ένα πόδι της στην μπάρα. Η Σίλια εκείνο το βράδυ έφυγε με τον μπάρμαν, κι εγώ μπήκα στο αουτομπιάνκι με την Κύνθια, με κατεύθυνση το σπίτι της στη Νίκαια.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
























