Του Σωτήρη Παστάκα
Ο ουρανός είχε στο μεταξύ καθαρίσει, αλλά φυσούσε ακόμη και δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι δεν θα συννέφιαζε ξανά από τη μια στιγμή στην άλλη. Το συνθηματικό είχε πέσει στον ασύρματο κατά τις δύο το μεσημέρι, εν μέσω καταρρακτώδους βροχής. Ο αξιωματικός υπηρεσίας απλώς ενέκρινε την κινητοποίηση του τζιπ του Υγειονομικού, αφού του ανέφερα πως είχα «οξεία κοιλία» στο φυλάκιο 59. Την οξεία κοιλία την έτρεμαν οι καραβανάδες κι ακόμη περισσότερο οι γιατροί στο Δημοτικό Νοσοκομείο της Κομοτηνής. Παραμονή της 28ης Οκτωβρίου διαβήκαμε την πύλη του 513 Τάγματος Ανεπιθύμητων Πεζικού με το ταλαιπωρημένο και καταξεσκισμένο τζιπάκι του Υγειονομικού, ο οδηγός κι εγώ.
Την είχα καταβρεί στον Στρατό: από τρομαγμένος φοιτητάκος πάνω στα βιβλία βρέθηκα ξαφνικά Ιατρός Μονάδος, να τρέχω στα Πομακοχώρια, με ασύλληπτη αίσθηση ελευθερίας. Είχα στην δικαιοδοσία μου όλα τα φυλάκια του νομού Ροδόπης στα Βουλγαρικά σύνορα. Το τζιπάκι περνούσε μέσα από ποτάμια και σκαρφάλωνε στις βουνοκορφές. Όπου δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε, ανεβαίναμε στα μουλάρια που μας περίμεναν και πηγαίναμε καβάλα. Είχα κι έναν κτηνίατρο στη μονάδα, που τον έκαναν απλό νοσοκόμο, ενώ εγώ ήμουν Λοχίας Ιατρός, κι απ’ αυτόν έμαθα πώς να κάνω ένεση στα ζωντανά: στο μόνο μαλακό σημείο του σώματός τους, το λαιμό. Στη Ραψάνη πριν δέκα χρόνια, το καλοκαίρι παίρναμε ένα γαϊδουράκι για να πάμε ανήμερα της ονομαστικής μου εορτής στο εκκλησάκι της μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ψηλά στην κορυφή απέναντι από το χωριό, κι είχα τη σχετική άνεση στις αναβάσεις. Βίτσιζα λοιπόν το μουλάρι κι ανέβαινα τις κατακόρυφες πλαγιές της Ροδόπης ουρλιάζοντας από ενθουσιασμό. Από την Άνω Βυρσίνη είχαμε εφοδιαστεί με μπουκάλες κόκκινο κρασί και ουίσκια. Μας περίμενε αγριογούρουνο στη γάστρα με κάστανα, να τρως και να σου πέφτουν τα δάκτυλα. Όπως καταλάβατε δεν επρόκειτο για «οξεία κοιλία» αλλά για αγριογούρουνο στη γάστρα.
Η ζωή στα φυλάκια ήταν εντελώς κοινοβιακή: πέντε-έξι φαντάροι ντυμένοι σαν κυνηγοί, αξύριστοι, με τους μπάφους τους και τα κρασιά τους και τα τυχερά τους με τις κατάξανθες Πομάκες. Στολές και ξυρίσματα πέφταν μόνο σε περίπτωση επίσκεψης του διοικητή ή του στρατηγού, μια φορά το χρόνο δηλαδή και άμα.
Ήμουν δικός τους όπως καταλάβατε. Μέσα σε δυο-τρεις μήνες απολάμβανα τόσο τη στρατιωτική μου κατάσταση που δεν ήθελα να φύγω από την Κομοτηνή όπου στρατιώτες και φοιτήτριες δημιουργούσαν μια εκρηκτική ερωτική ατμόσφαιρα. Είχα υπενοικιάσει μια γκαρσονιέρα κι τα είχα φτιάξει με μια φοιτητριούλα της Νομικής από το Λιβάδι Ελασσόνας. Έκανα παρέα με τον Θανάση Γκαϊφύλια, τον Μισέλ Φάις, κι όλα τα παιδιά απ’ το ραδιόφωνο της ΕΡΤ. Κάποια βράδια μας κλείδωναν οι Πομάκοι στις ταβέρνες τους και γινόταν το μπαχτιρντί. Όταν ήρθε το σήμα από το Πεντάγωνο να πάω Αγροτικός Ιατρός στην Αμοργό, ο διοικητής πάγωσε γιατί δεν ήξερε πως είχα τόσο μεγάλο μέσο. Στην Αρκεσίνη λοιπόν, στην Κάτω Μεριά, έμαθα στο μοναδικό καφενείο πως ο γάιδαρος του μπαρμπα-Μήτσου κόντευε να σκάσει από την πρησμένη του κοιλιά. Έβρασα τις μεγάλες γυάλινες σύριγγες, πήρα μαζί μου κι ένα ολόκληρο πάκο ενέσιμα Λασίξ κι έκανα την ένεση στο λαιμό, όπως είχα μάθει στο στρατό. Την άλλη μέρα η οξεία κοιλία είχε λυθεί. Ο γαϊδουράκος είχε πλημυρίσει την αλάνα που τον είχαν δεμένο.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
























