Η πέτρινη γέφυρα της Λάρισας της τουρκοκρατίας κατά την διάρκεια πλημμύρας. Φωτογραφία του Δημητρίου Μιχαηλίδη από την Αδριανούπολη. 1884
Η μεγάλη πέτρινη γέφυρα της Λάρισας, η οποία συνέδεε την πόλη με τον Πέρα μαχαλά ήταν το χαρακτηριστικό της σημείο, που στόλιζε την πόλη, που το θαύμαζαν οι περιηγητές και το αποτύπωσαν σε ζωγραφικά έργα και φωτογραφίες. Έχουμε και άλλες φορές αναφερθεί στην ομορφιά, τη χάρη και τη στερεότητα αυτής της γέφυρας, στοιχεία τα οποία αναδεικνύουν την κατασκευαστική ικανότητα του τεχνίτη της. Η φωτογραφία η οποία συνοδεύει το κείμενο ανήκει στον Δημήτριο Μιχαηλίδη[1], ακουστό φωτογράφο από την Αδριανούπολη. Χρονολογείται περίπου στα 1884 και αποτυπώνει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η γέφυρα του Πηνειού μόλις τρία χρόνια μετά την απελευθέρωση. Ο Μιχαηλίδης στάθηκε στον υπερυψωμένο προαύλιο χώρο του τεμένους του Χασάν μπέη και έστρεψε τον φακό της μηχανής του προς τον βορρά. Η φωτογραφία αυτή είναι σπάνια και από τις ελάχιστες της Λάρισας που έχουν ληφθεί κατά τον 19ο αιώνα. Η γέφυρα αυτή ήταν, μέχρι την οριστική καταστροφή της το 1944, σημείο αναφοράς για την πόλη.
Το πότε οικοδομήθηκε, δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένο. Πιστεύεται ότι την είχε κτίσει ο Χασάν μπέης, εγγονός του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουρχάν μπέη, στις αρχές του 16ου αιώνα και θεωρείται ότι ήταν η πρώτη πέτρινη αμαξιτή γέφυρα[2] που κατασκευάσθηκε στον θεσσαλικό χώρο. Ο συσχετισμός του τεμένους που ανεγέρθηκε προς τιμήν του Χασάν μπέη δίπλα στη γέφυρα που φέρεται ότι την έκτισε, είναι προφανής. Είχε μήκος 120 μέτρα, όμως το πλάτος της ήταν στενό, μόλις 4,5 μέτρα, τα οποία μετά βίας επέτρεπαν τη διασταύρωση δύο αμαξών επάνω της. Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν και στα πλάγια ο δρόμος περιχαρακωνόταν σε χαμηλό ύψος με βαριά λίθινα στηθαία ύψους 40 περίπου εκατοστών (μέχρι το γόνατο ενός ενήλικα όπως φαίνεται στην φωτογραφία), τα οποία ήταν κατασκευασμένα από μεγάλες, παχιές και μονοκόμματες πλάκες, τοποθετημένες κάθετα. Μετά την απελευθέρωση της Λάρισας, είχε επισημανθεί ότι η γέφυρα παρουσίαζε σημαντικές φθορές. Ειδικά τα ογκώδη στηθαία, από την πρόσκρουση των αμαξών επάνω τους, είχαν χάσει τη σταθερότητα, επειδή οι αρμοί τους είχαν χαλαρώσει. Η πρώτη επέμβαση λοιπόν που καταγράφεται στη γέφυρα μετά το 1881 είναι η ενίσχυση των αρμών μεταξύ των στηθαίων. Στη φωτογραφία φαίνεται καθαρά η ενίσχυση των στηθαίων με αρμούς σε λευκό χρώμα και μάλιστα σε περίοδο πλημμύρας.
Εκείνο όμως που κάνει εντύπωση είναι ότι στο οδόστρωμά της συνωστίζονται αρκετοί άνθρωποι πάνω σε ζώα ή και πεζοί, σταματημένοι, να έχουν στραφεί προς τον φωτογραφικό φακό. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο στη φωτογραφία είναι η ποικιλία των ενδυμασιών τους. Άτομα με στρατιωτικές στολές, φουστανελοφόροι με φέσια, αγρότες, φραγκοφορεμένοι, μικρά αγόρια, αποτελούν το ζωντανό στοιχείο της πόλης, πέρα από τα άψυχα κτίσματα και τα πλημμυρισμένα νερά.
Το 1886 τάγμα μηχανικού του ελληνικού στρατού[3] ανέλαβε να διαπλατύνει τη γέφυρα, να εξαλείψει την καμπυλότητα του οδοστρώματος υψομετρικά και να απομακρύνει τα ογκώδη και αντιαισθητικά πέτρινα στηθαία, στη θέση των οποίων τοποθετήθηκαν ψηλότερα ξύλινα κιγκλιδώματα σε σχήμα Χ. Με τις βελτιώσεις αυτές δόθηκε η ευκαιρία να κατασκευασθούν εκατέρωθεν πεζοδρόμια και η κυκλοφορία πεζών και τροχοφόρων σε ολόκληρη τη διαδρομή να γίνει πιο άνετη και ασφαλής.
Πίσω από τη γέφυρα, λόγω της πλημμύρας διακρίνονται μόνον τα υψηλότερα σημεία από το νησάκι. Το νησάκι αυτό ήταν μια μικρή λωρίδα γης που βρισκόταν στο μέσον της κοίτης του ποταμού, την οποία χώριζε στα δύο και ήταν προσβάσιμο με βάρκες. Στη δεξιά όχθη παρατηρούμε ότι υπάρχει μια μικρή στεγασμένη κατασκευή, ένα μέρος της οποίας στηρίζεται με ξύλα στον πυθμένα του ποταμού. Πρόκειται ασφαλώς για ένα από τα καφωδεία που υπήρχαν στην περιοχή αυτή του Πηνειού, όπως μας τα περιγράφει ο Βάσος Κυλικάς στη χειρόγραφη και ανέκδοτη μελέτη του «Η μουσική κίνηση της Λάρισας από το 1881 μέχρι το 1935»[4].
Η ζωή της γέφυρας αυτής, η οποία κατά τη διάρκεια της κατοχής συμπλήρωνε σχεδόν μισή χιλιετία από την εποχή του Χασάν μπέη που την κατασκεύασε, έμελλε να διακοπεί αιφνιδιαστικά. Την Μ. Εβδομάδα του 1941 ανατινάχθηκε από τα βρετανικά στρατεύματα κατά την υποχώρησή τους, για να επιβραδυνθεί η προέλαση του γερμανικού στρατού και τον Οκτώβριο του 1944 επακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή της γέφυρας από τα γερμανικά στρατεύματα κατά την οπισθοχώρηση τους. Η δεύτερη έκρηξη ήταν ισχυρότατη, συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη και έφερε το τέλος στη ζωή της γέφυρας που για αιώνες ήταν το σύμβολο της Λάρισας.
———————————————————–
[1]. Θεωρείται ότι είναι ο πρώτος φωτογράφος ο οποίος ασχολήθηκε με την συστηματική αποτύπωση τοπίων της Θεσσαλίας. Αρχικά είχε το φωτογραφείο του στη συνοικία Πέραν της Κωνσταντινούπολης, κοντά στην ψαραγορά (Baluk Pazar), ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αδριανούπολη. Τη Θεσσαλία επισκέφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και από την επίσκεψή του αυτή είναι γνωστό το σπάνιο σήμερα λεύκωμά του «Souvenir de Thessalie» με 28 φωτογραφίες μεγάλων διαστάσεων και πολύ καλής τεχνικής από διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας.
[2]. Με τον όρο αμαξιτή γέφυρα εννοείται μια γέφυρα από την οποία μπορεί να διέρχεται μια άμαξα. Οι περισσότερες γνωστές πέτρινες γέφυρες που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, ιδιαιτέρως στην Ήπειρο, είναι συνήθως στενές και επιτρέπουν την διέλευση μόνον ανθρώπων και ζώων.
[3]. «…κατά την επιστρατείαν εκείνην (1886), το μόνον περιφανές έργον της ήτο η γέφυρα της Λαρίσσης, ήτις ηυξύνθη υπό του λόχου του μηχανικού επί στρατηγίας Σαπουντσάκη». Βλέπε: Παπασταύρου Αμαλία, Ημερολόγιον του πολέμου ανευρεθέν εν Λαρίσση, από 1-14 Απριλίου 1897, Αλεξάνδρεια (1897) σελ. 3:
[4]. Γράφει σχετικά σε κάποιο σημείο: «Από το 1881-1885 στη δεξιά όχθη του Πηνειού και κάτω ακριβώς από τη Μητρόπολη, υπήρχε σειρά ολόκληρη καφωδείων, που στηριζόταν σε ξύλινους πασσάλους, όπως τα σπίτια στην Κίτρινη θάλασσα και συγκεντρώνουν πλείστους Λαρισαίους». Ο συγγραφέας συγκρίνει τα κτίσματα αυτά με τα ξυλόπηκτα σπίτια που αφθονούν και σήμερα σε πολλές φτωχικές συνοικίες στις παράλιες πόλεις της Κίνας.
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.