Η περιοχή όπου βρισκόταν το εξοχικό κέντρο «Λούνα Πάρκ» και η περαταριά που το συνέδεε με την απέραντη όχθη του Πηνειού. Σχέδιο του Αγ. Αστεριάδη. 1932.
Έχουμε γράψει σε προηγούμενα κείμενα για το ξακουστό προπολεμικό εξοχικό κέντρο «Αλκαζάρ» και τον πρώτο επιχειρηματία που το λειτούργησε, τον Ρωμύλο Αυδή, έναν ευφυή και προοδευτικό επαγγελματία, ο οποίος άφησε εποχή στη Λάρισα στον τομέα της ψυχαγωγίας[1]. Όμως το 1925 πυρκαγιά από άγνωστη αιτία κατέστρεψε το κτίριο και όλα τα εντός αυτού υπάρχοντα. Μετά την καταστροφή αυτή ο Αυδής δεν θέλησε να το επισκευάσει και έστρεψε τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του σε κάποια άλλα σημεία της πόλεως.
Έπειτα από αναζητήσεις προτίμησε μια περιοχή πρασίνου στην αριστερή όχθη του Πηνειού, απέναντι από τα Σφαγεία. Λέγεται ότι η περιοχή αυτή αποτελούσε το τελευταίο υπόλειμμα πυκνού δάσους που υπήρχε στην περιοχή αυτή κατά τα παλαιότερα χρόνια, το οποίο άρχιζε από το Δασοχώρι (Ορμάν τσιφλίκ) και έφθανε μέχρι την αριστερή όχθη του Πηνειού. Το δένδρο που κυριαρχούσε στο δάσος αυτό, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ήταν το καραγάτσι[2]. Όμως η συνεχής υλοτόμηση εξαφάνισε βαθμηδόν το δάσος και κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου είχε απομείνει μόνον η μικρή αυτή όαση απέναντι από τα Σφαγεία. Ο Αυδής βρήκε την τοποθεσία μαγευτική, ειδυλλιακή και δροσερή κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, και αποφάσισε να ζητήσει από τον Δήμο να του παραχωρηθεί ένα τμήμα της για μια πενταετία, με σκοπό να δημιουργήσει ένα θερινό κέντρο αναψυχής για τους Λαρισαίους. Δήμαρχος την περίοδο εκείνη ήταν ο Μιχαήλ Σάπκας, ο οποίος έφερε το θέμα στο Δημοτικό Συμβούλιο, που έδωσε την έγκρισή του. Ο Ρωμύλος Αυδής με την εμπειρία που είχε από το κέντρο «Αλκαζάρ», δημιούργησε ένα πολιτισμένο οικογενειακό ψυχαγωγικό κέντρο με το όνομα «Λούνα πάρκ», ελληνικά θα το μεταφράζαμε «άλσος του φεγγαριού». Το πρόβλημα που είχε με την διακίνηση των ατόμων ανάμεσα στις δύο όχθες του Πηνειού το έλυσε με την εγκατάσταση ειδικής σχεδίας, το «καραβάκι» όπως το έλεγαν τότε, η πορεία του οποίου καθοδηγείτο με ένα χοντρό συρματόσχοινο, προσαρμοσμένο στερεά στις δύο όχθες. Πολλοί ονόμαζαν την σχεδία και «περαταριά». Ο κόσμος έφθανε με τα πόδια ή με τις άμαξες στη δεξιά όχθη του ποταμού, την σημερινή οδό Αεροδρομίου, κατέβαινε το μονοπάτι της όχθης μέχρι το σημείο όπου προσάραζε η περαταριά, επιβιβαζόταν και στη συνέχεια κατευθυνόταν στην αριστερή άχθη. Εκεί αποβιβαζόταν και με την βοήθεια λίγων σκαλιών ανέβαινε την όχθη και έφθανε σ’ ένα ξέφωτο. Υπήρχαν και μερικοί που με τις άμαξες που διέθεταν ξεκινούσαν από το άλσος του Αλκαζάρ, ακολουθούσαν τον χωματόδρομο που είχε χαραχθεί στην αριστερή όχθη, παράλληλα με την πορεία του ποταμού και ανάμεσα από τα δένδρα έφθαναν στο «Λούνα πάρκ».
Επειδή το κέντρο ήταν θερινό, ο καταστηματάρχης απέφυγε να κτίσει μόνιμη κατασκευή. Είχε στήσει μόνον σε κάποιο ξέφωτο έναν μπουφέ σκεπαστό και κάτω από τα βαθύσκια καραγάτσια είχε απλώσει τραπεζοκαθίσματα. Φρόντισε ακόμα να ομορφύνει το περιβάλλον και με κάθε είδος λουλούδια.
Το «Λούνα πάρκ» άρχισε να λειτουργεί από το καλοκαίρι του 1926 και αμέσως η γοητεία του τοπίου και η προσωπικότητα του καταστηματάρχη προσείλκυσε αρκετή πελατεία. Τις βραδινές ώρες κατέφθανε στο κέντρο του Ρωμύλου Αυδή η καλή κοινωνία της Λάρισας και με την συνοδεία κάποιου γραμμόφωνου χόρευαν και διασκέδαζαν μέχρι αργά. Σερβίριζε κάθε είδους ποτά και εδέσματα. Βανίλιες ή «υποβρύχια» όπως τα ονόμαζαν μικροί και μεγάλοι, λεμονάδες από τα τοπικά εργοστάσια του Χαμαϊδή και του Δικόπουλου, γλυκά του κουταλιού και τσίπουρο με γαργαλιστικούς μεζέδες.
Η λειτουργία του ξεκινούσε κάθε χρόνο την ημέρα της Πρωτομαγιάς. Πολλοί Λαρισαίοι πήγαιναν και γιόρταζαν τον ερχομό του καλοκαιριού ανάμεσα στο πράσινο και την οργιώδη βλάστηση. Μάλιστα την ημέρα εκείνη ο Σύλλογος των Παντοπωλών Λαρίσης είχε καθιερώσει να κάνει την ετήσια συγκέντρωσή του και τα μέλη του κατάκλυζαν οικογενειακώς όλο το «Λούνα πάρκ» και ξεφάντωναν[3].
Ο χώρος του «Λούνα πάρκ» αγαπήθηκε πολύ από τους παλιούς Λαρισαίους. Όμως η λειτουργία του δεν κράτησε πολλά χρόνια. Περί το 1930 ο Ρωμύλος Αυδής αρρώστησε σοβαρά. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αιτία να διακόψει τη λειτουργία του το γραφικό αυτό κέντρο. Μετά από λίγο χάθηκε και ο Αυδής και άγνωστο γιατί, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να συνεχίσει την λειτουργία του «Λούνα πάρκ» παρά την προνομιακή θέση του.
Κατά την περίοδο της κατοχής η περιοχή του εξοχικού κέντρου «Άλσος του φεγγαριού» είχε την ίδια τραγική μοίρα με το άλσος του Αλκαζάρ. Σχεδόν ισοπεδώθηκαν από τον λαθραία υλοτόμηση. Ο παγερός χειμώνας του 1941-1942 ανάγκασε τους κατοίκους να προβούν στην καταστροφή όλων των δένδρων, ακόμα και της γειτονικής περιοχής της Αγίας Μαρίνας, για να ζεσταθούν. Σήμερα στην περιοχή αυτή περιφέρονται μόνον οι μνήμες των παλιών λαρισινών καλοκαιριών, με τις φεγγαρόλουστες βραδιές, τα γλέντια και τους ήχους ενός ξεκούρδιστου γραμμόφωνου. Το άλσος χάθηκε, όμως το όνομά του παραμένει.
——————————————–
[1]. Το 1915 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου παραχωρήθηκε στον Ρωμύλο Αυδή μέρος του Άλσους, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το κηποθέατρο και έκτισε μια ελαφρά πολυγωνική κατασκευή ανάμεσα στα δένδρα και δίπλα από το ποτάμι, τοποθέτησε τραπεζάκια με καρέκλες κάτω από την παχιά σκιά των δένδρων και προμηθεύτηκε γραμμόφωνο με το οποίο πρόσφερε μουσική απόλαυση στους επισκέπτες οι οποίοι απολάμβαναν τον καφέ, την γκαζόζα ή τους μεζέδες με το τσίπουρο.
[2]. Το καραγάτσι είναι η φτελιά, η πτελέα των αρχαίων.
[3]. Οι περισσότεροι σύλλογοι της Λάρισας, επαγγελματικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί, κλπ. διοργάνωναν τις ετήσιες συγκεντρώσεις των μελών τους το καλοκαίρι. Από παλιά τόπος συγκέντρωσης ήταν η περιοχή της Αγίας Μαρίνας, αλλά με την δημιουργία του «Λούνα πάρκ», πολλοί προτιμούσαν το τελευταίο, γιατί ήταν πιο οργανωμένο και βρισκόταν και πιο κοντά.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.